Ὁ Δεινοκράτης ἦταν ἀρχιτέκτων καὶ πολεοδόμος, τεχνικὸς σύμβουλος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὶς ἀποστολές του. Εῖναι ἰδιαίτερα γνωστὸς γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ πολεοδομικοῦ σχεδίου τῆς Ἀλεξάνδρειας, καθῶς καὶ γιὰ τὴ συμμετοχή του στὸ σχεδιασμὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο, ἑνὸς ἀπὸ τὰ 7 θαύματα τοῦ κόσμου.
Στὴν γραμματεία ἀναφέρεται ὡς Στασικράτης, Στησικράτης, Χειροκράτης, Δεινοχάρης, Δεινοκράτης κ. ἄ….
Ὡς Δεινοχάρη τὸν συναντᾶμε στὸν Πλίνιο τὸν Πρεσβύτερο ὅταν τὸν ἀναφέρει στὸν κατάλογό του μὲ τοὺς πέντε δεξιοτέχνες ἀρχιτέκτονες τῆς ἀρχαιότητος. Ἐπίσης ὁ Πλίνιος τὸν ἀναφέρει δύο φορὲς συσχετίζοντὰς τον μὲ τὴν δημιουργία τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου. Ὁ Decimus Magnus Ausonius (περ. 310 – 395), Ρωμαῖος ποιητής καὶ ρήτορας, ἑλληνικῆς κατὰ τὸ ἤμισυ καταγωγῆς, τὸν ἀναφέρει καὶ αὐτὸς ὡς Δεινοχάρη στὸ ποίημά του Mosella, ἀνάμεσα στοὺς ἑπτὰ μεγαλύτερους ἀρχιτέκτονες, μὲ κορυφαῖο στὴν λίστα τὸν Δαίδαλο.
Ἀπὸ τὸν Στράβωνα ἀναφέρεται ὡς Χειροκράτης ὁ Ρόδιος ὅταν ἀναφέρεται στὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο. Ὁ Ψευδο-Καλλισθένης τὸν ἀναφέρει μὲ τὰ ὀνόματα Ἑρμοκράτης καὶ Ἱπποκράτης μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Ρόδο καὶ ὡς τὸν ἀρχιτέκτονα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου ποὺ ἔχτισε τὴν Ἀλεξάνδρεια. Στὸν Πλούταρχο τὸν βρίσκουμε μὲ τὸ ὄνομα Στασικράτης.
Τρεῖς ἀκόμη συγγραφεῖς, ὁ Valerius Maximus, ὁ Ammianuw Markellinus καὶ ὁ Julius Valerius Ρωμαῖος ἱστορικὸς (τέλη 3ου μ.Χ. αἰ.) τὸν ἀναφέρουν ὡς Δεινοκράτη καὶ τὸν συνδέουν μὲ τὴν ἴδρυση τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὁ Julius Valerius μάλιστα ἀναφέρει ὡς τόπο καταγωγῆς του τὴ Ρόδο. Ὁ Βιτρούβιος μόνο τὸν ἀναφέρει ὡς Μακεδόνα καὶ ὅτι μοιραζόταν τὸν ἴδιο τόπο καταγωγῆς μὲ τὸν Ἀλέξανδρο.
Τὴ συνάντηση τοῦ Δεινοκράτους μὲ τὸν Ἀλέξανδρο μᾶς τὴν περιγράφει ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς», 335:
[...Μεταξὺ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν ζοῦσε τότε καὶ ὁ ἀρχιτέκτων Στασικράτης, τοῦ ὁποίου τὰ ἔργα δὲν ἐπιδίωκαν χάρη καὶ συγκίνηση καὶ προοπτικὴ μὲ τὴ μορφή τους. Τὰ σχέδιά του ἦταν τόσο μεγαλεπήβολα ὥστε τὰ ἔσοδα ἑνὸς μεγάλου κράτους μὲ δυσκολία θὰ ἐπαρκοῦσαν γιὰ τὴν ἐκτέλεσή τους. Αὐτός, ἀφού πῆγε στὸν Ἀλέξανδρο, κατηγοροῦσε τὶς ζωγραφιστὲς εἰκόνες του καὶ τοὺς μαρμάρινους ἢ χάλκινους ἀνδριάντες του ὡς ἔργα δειλῶν καὶ ταπεινῶν τεχνιτῶν.
«Ἐγώ» εἶπε «ἔχω σκεφτεῖ, βασιλιά, νὰ ἐμπιστευθῶ τὴν ὁμοιότητα τοῦ σώματός σου σὲ ὕλη ἄφθαρτη καὶ ζωντανὴ ποὺ νὰ ἔχει θεμέλια αἰώνια καὶ βάρος ἀκίνητο καὶ ἀπαρασάλευτο. Δηλαδὴ τὸ ὄρος Ἄθως τῆς Θράκης, ἐκεῖ ὅπου ἔχει τὸ μεγαλύτερο ὄγκο του καὶ ὑψώνεται περιφανέστατος καὶ ἔχει ὕψος καὶ πλάτη συμμετρικὰ καὶ βραχώδεις ἐκτάσεις καὶ συναρμογὲς καὶ διαστήματα μὲ κάποια μορφή. Ὁ Ἄθως αὐτός εἶναι δυνατὸν μὲ τὴν τέχνη νὰ κατεργαστῇ καὶ νὰ μετασχηματιστῂ ὧστε νὰ ὀνομάζεται ἀνδριάντας τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ νὰ εἶναι ἀληθινὸς ἀνδριάντας αὐτοῦ, ποὺ μὲ τὰ πόδια του θὰ ἐγγίζῃ τὴ θάλασσα, μὲ τὸ ἕνα χέρι θὰ ἀγκαλιάζῃ καὶ θὰ ὑποβαστάζῃ πόλη ἰκανὴ νὰ περιλάβῃ 10.000 κατοίκους. Μὲ τὸ δεξί χέρι κρατῶντας φιάλη νὰ χύνῃ ἀπὸ αὐτὴ σπονδὲς πρὸς τιμὴ τῶν θεῶν ὁλόκληρο ποταμὸ ποὺ θὰ ρέῃ ἀκατάπαυστα καὶ θὰ ἐκβάλλῃ στὴ θάλασσα. Τὰ χρυσὰ καὶ χαλκὰ καὶ τὰ ἐλεφάντινα καὶ τὰ ξύλινα καὶ τὰ ἔγχρωμα ἔργα, ὅλες τὶς μικρὲς καὶ ἀγοραστὲς εἰκόνες ποὺ τὶς κλέβουν ἄς τὶς ἀφήσουμε».
Αὐτά, ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Ἀλέξανδρος, θαύμασε τὴν τόλμη τοῦ καλλιτέχνη, ἐπαίνεσε τὴν πεποίθησή του καὶ πρόσθεσε: «Ἄσε τὸν Ἄθω νὰ μένει στὴ θέση του, ἀρκεῖ ὅτι εἶναι μνημεῖο τῆς ὕβρεως τοῦ βασιλιᾶ (ἐννοούσε τὸν Ξέρξη, ποὺ εἶχε ἐπιχειρήσει νὰ κατασκευάσῃ διώρυγα). Ἐμένα θὰ μὲ κάνῃ γνωστὸ ὁ Καύκασος καὶ τὰ Ἠμωδά ὄρη (Ἱμαλάια) καὶ ὁ Τάναης καὶ ἡ Κασπία θάλασσα. Οἱ πράξεις μου θὰ εἶναι οἱ εἰκόνες μου...] 1*
Ὁ Βιτρούβιος περιγράφοντας τὸ ἴδιο περιστατικό, ἀναφέρει:
«…ὁ ἀρχιτέκτων Δεινοκράτης πρότεινε στὸν Μέγα Ἀλέξανδρο νὰ χαράξῃ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ τοῦ δώσῃ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἕνα χέρι θὰ ὑποστηρίζῃ μία ὁλόκληρη πόλη, καὶ μὲ τὸ ἄλλο θὰ κρατάει ἕνα κύπελο στὸ ὁποῖο θὰ καταλήγουν ὅλα τὰ ὕδατα τοῦ βουνοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ὑπερχείλιση θὰ καταλήγουν στὴν θάλασσα.
Ὁ Ἀλέξανδρος, γοητευμένος μὲ τὴν ἰδέα, τὸν ρώτησε ἄν ἡ πόλη αὐτὴ θὰ περιβάλλεται ἀπὸ γῆ ἰκανὴ νὰ ἐφοδιάσῃ τὸν πληθυσμό της μὲ τὸ ἀναγκαῖο σιτάρι γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του.
Ἀλλὰ ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ τροφοδότηση θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ μόνο ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Δεινοκράτη, μὲ εὐχαριστεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ σχεδίου σου, ἀλλὰ νομίζω πὼς ἡ δημιουργία μιᾶς ἀποικίας στὴ θέση αὐτὴ δὲν εἶναι καλή, γιατὶ ὅπως ἕνα παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ τροφοδοτηθῇ καὶ νὰ ἀναπτυχθῇ χωρὶς γάλα, ἔτσι καὶ μία πόλη δὲν μπορεῖ νὰ συντηρηθῇ καὶ νὰ ἀναπτυχθῇ χωρὶς ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ νὰ ἔχῃ εὔφορα χωράφια καὶ ἄφθονο φαγητὸ ἀπὸ πλούσιες σοδειές. Ἔτσι, ἐνὼ ἡ πρωτοτυπία τοῦ σχεδίου σου ἔχει τὴν ἔγκρισή μου, ἀποδοκιμάζω τὴν θέση ποὺ ἔχεις ἐπιλέξει γιὰ τὴν ἐκτέλεσή του. Θέλω ὅμως νὰ μείνῃς κοντά μου, γιατὶ θὰ χρειαστῶ τὶς ὑπηρεσίες σου».
Ἔτσι ἄρχισε ἡ κοινή τους πορεία…
Ἡ ταφικὴ πυρὰ τοῦ Ἡφαιστίωνος |
Ὁ Δεινοκράτης συνεργάστηκε μὲ ἄλλους μηχανικοὺς τῆς ἐποχῆς του στὴ δημιουργία τοῦ ναοῦ τῶν Δελφῶν, τῆς Δήλου καὶ ἄλλων ἑλληνικῶν πόλεων. Ἐπίσης, δικό του ἔργο ἀποτελεῖ καὶ ὁ ἐπιτάφιος τύμβος τοῦ Ἡφαιστίωνος, ἕνα κολοσσιαῖο μνημεῖο ἔξι ὀρόφων στὴ Βαβυλώνα καί πλάτους 180 μ., μὲ χρυσὲς διακοσμήσεις στοὺς ὀρόφους.
Κατὰ τὸν Διόδωρο (ΙΖ.115.1-6) ὁ Ἀλέξανδρος γκρέμισε τὰ τείχη τῆς Βαβυλώνας, γιὰ νὰ κάνῃ τὴν ταφικὴ πυρὰ τοῦ Ἡφαιστίωνος. 2*
Ὁ Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι. Ἀλέξανδρος 72.3) λέει ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος διέταξε νὰ γκρεμίσουν τὶς ἐπάλξεις ἀπὸ τὰ τείχη τῶν γειτονικῶν πόλεων στὰ Ἐκβάτανα, ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἡφαιστίωνος, ὡς ἐκδήλωση πένθους. 3*
Ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους τοῦ κλασικοῦ κόσμου, μεγαλύτερος καὶ ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα, ποὺ χτίστηκε ἀργότερα στὴν Ἀθήνα (ἡ βάση τῶν θεμελίων εἶχε μῆκος 131 μέτρα καὶ πλάτος 79 μ., ἐνῶ 120 μαρμάρινοι κίονες ὑποστήριζαν τὸ κύριο τμῆμα τοῦ ναοῦ. Κάθε κίονας εἶχε ὕψος 20 μέτρα). Τὸ 356 π.Χ. ὁ ναὸς καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαγιὰ καὶ ἀργότερα ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, ἐπισκεπτόμενος τὴν Ἔφεσο, ἔδωσε διαταγὴ νὰ οἰκοδομηθῇ καὶ πάλι ὁ ναός, στὴν ἴδια θέση, μὲ συμμετοχὴ τοῦ Δεινοκράτους στὸ σχεδιασμό του. Αὐτὸν τὸν ναὸ εἶδε ὁ Ἀντίπατρος, ὁ ἐμπνευστὴς τῆς λίστας μὲ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, καὶ ἀναφέρει ὅτι τὸ μεγαλεῖο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος ὑπερβαίνει κάθε ἄλλο τῶν ὑπολοίπων.
Τὸ 332-331 π.Χ. ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἀνέθεσε στὸν Δεινοκράτη νὰ δημιουργήσῃ τὴν τοπογραφικὴ καὶ πολεοδομικὴ διάρθρωση τῆς νέας -τότε- πόλης τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἡ πόλη σχεδιάστηκε μὲ ἕνα σύνηθες «τύπο καννάβου» καὶ ἀποτέλεσε πρότυπο γιὰ πολλὲς ἄλλες πόλεις τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Δεινοκράτης συνεργάστηκε στενὰ μὲ τὸν περίφημο μηχανικὸ Κράτη, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑδραυλικὸς μηχανικός, ἐπιβλέπων καὶ σχεδιαστὴς τοῦ ἐξαιρετικοῦ συστήματος ὑδρεύσεως καὶ ἀποχετεύσεως, τῆς πόλεως τοῦ
«Ὁ Ἀλέξανδρος, στὴν πορεία του γιὰ τὸν ναὸ τοῦ Ἄμμωνος Διός, παρατήρησε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ νησὶ τοῦ Φάρου, ἕνα σημεῖο ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὸ γιὰ τὴν οἰκοδόμηση μιᾶς πόλεως. Ἔφτιαξε λοιπὸν ἕνα σχέδιο μὲ τὶς θέσεις τῶν πλατειῶν καὶ τῶν ναῶν καὶ ἀνέθεσε τὸν γενικὸ σχεδιασμὸ καὶ ἐπίβλεψη στὸν ἀρχιτέκτονα ποὺ εἶχε ἀνακατασκευάσει τὸν ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο· στὸν Δεινοκράτη».
Στὸν Δεινοκράτη ἀποδίδεται καὶ ἡ κατασκευὴ τοῦ μνημείου στὸν τύμβο Καστᾶ σύμφωνα μὲ τὴν προϊσταμένη τῆς ΚΗ’ Ἐφορείας Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν Ἀρχαιοτήτων Σερρῶν, Κατερίνα Περιστέρη, ποὺ σὲ δήλωσή της στὸν «ΑτΚ», ἀναφέρει:
kastas3-thumb-large
Ὁ μνημειακὸς περίβολος τοῦ τύμβου Καστᾶ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου