Σε περίπου 10 χρόνια θα φανούν οι δραματικές συνέπειες στην υγεία του ελληνικού πληθυσμού εξαιτίας της κρίσης. Τι καταγράφουν ειδικοί επιστήμονες και πως μπορούμε να μεγαλώσουμε με Υγεία χωρίς κόστος για το σύστημα υγεία
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας με αφορμή το πρόγραμμα που εστιάζει στην πρόληψη των ασθενειών "Μεγαλώνουμε με Υγεία» ο καθηγητής πνευμονολογίας Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης σημειώνει ότι χάνουμε πλέον χρόνια από τη ζωή μας επειδή λόγω κρίσης οι Έλληνες δεν ακολουθούν πρόγραμμα πρόληψης ενώ αυξάνουν τις κακές συνήθειες.
Ενδεικτικά σύμφωνα με τον κ.Γουργουλιάνη οι Έλληνες λόγω φτώχιας και άγχους καπνίζουν περισσότερο αλλά και χειρότερα τσιγάρα τα οποία είναι παρανόμως εισαγόμενα και κακής ποιότητας. Ταυτόχρονα δεν αθλούνται ενώ δεν κάνουν και προληπτικές εξετάσεις επειδή πια το μυαλό τους είναι στην επιβίωση και όχι στη φροντίδα υγείας.
Και επειδή πλέον τα συστήματα υγείας ειδικά των χωρών που ζουν σε ρυθμούς μνημονίων δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών, η επιστημονική κοινότητα στοχεύει στο να γερνάμε με υγεία και χωρίς σοβαρά προβλήματα.
Άλλωστε η γήρανση του πληθυσμού παγκοσμίως είναι ένα σοβαρό ζήτημα που απασχολεί έντονα την επιστημονική κοινότητα και τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω θα αποτελούν το 29,5% του πληθυσμού της Ευρώπης έως το 2060. Και η Ελλάδα, εμφανίζει συμπτώματα ...δημογραφικής γήρανσης, καθώς το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών αναμένεται να φθάσει το 32% έως το 2050, από 18% που είναι σήμερα.
Όπως εξήγησε ο κ.Γουργουλιάνης, κατά τη διάρκεια πρόσφατης ενημερωτικής εκδήλωσης: «Καθώς μεγαλώνουμε, το ανοσοποιητικό μας σύστημα εξασθενεί και αυξάνεται ο κίνδυνος προσβολής από σοβαρά νοσήματα ενώ βλαβερές συνήθειες, όπως το κάπνισμα και η καθιστική ζωή, επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τον οργανισμό μας.
«Μεγαλώνουμε με Υγεία» σημαίνει ότι υιοθετούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας υγιεινές συνήθειες, όπως η ισορροπημένη διατροφή, η τακτική άσκηση, οι κατάλληλες διαγνωστικές εξετάσεις και ο εμβολιασμός για την πρόληψη νοσημάτων, με στόχο τη διασφάλιση της ποιότητας στη ζωή μας.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι ένας από τους παράγοντες αύξησης των δαπανών υγείας δεν προκαλείται από αυτή καθ’ αυτήν τη γήρανση του πληθυσμού, αλλά από τη γήρανση χωρίς καλή υγεία».
Η Δρ. Αδαμαντία Λιαπίκου, Πνευμονολόγος, Επιμελήτρια Ν.Ν.Θ.Α «ΣΩΤΗΡΙΑ» και Υπεύθυνη της Ομάδας Λοιμώξεων της Ελληνικής Πνευμονολογικής Ευαιρείας υπογράμμισε ότι: «Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα χαρακτηριστούν από την επιδίωξη για πολιτική εξοικονόμησης πόρων, στον τομέα της υγείας, με κατεύθυνση την υγιή γήρανση και την πρόληψη των παθήσεων. Η σωστή και ισορροπημένη διατροφή, η ένταξη της σωματικής άσκησης στην καθημερινότητά μας, βοηθούν στην αποφυγή της παχυσαρκίας και των νόσων που επηρεάζονται από αυτήν (Σακχαρώδης Διαβήτης, Υπέρταση κλπ). Επιπλέον οι προληπτικές πρακτικές συμπληρώνονται με τις ετήσιες διαγνωστικές εξετάσεις και τον εμβολιασμό.
Ο εμβολιασμός είναι αποδεδειγμένα ένα από τα περισσότερο οικονομικώς αποδοτικά επιστημονικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής για τη δημόσια υγεία. Τα σωστά δομημένα εθνικά προγράμματα εμβολιασμών μπορούν να διασφαλίσουν ότι κάθε παιδί και ενήλικας λαμβάνει το σωστό εμβόλιο, στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή».
Ωστόσο σύμφωνα με την κ. Λιαπίκου τα ποσοστά εμβολιασμού των ενηλίκων παραμένουν χαμηλά τόσο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως (μικρότερο του 40% του πληθυσμού), εξαιτίας και της λανθασμένης και ελλιπούς πληροφόρησης του κοινού.
Ο κ. Κώστας Αθανασάκης, Ερευνητής του Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, στη διάρκεια της ομιλίας του, εξήγησε το κόστος που έχει στα συστήματα υγείας η μη πρόληψη:
«Θα μπορούσαμε χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι: (α) το συνολικό κόστος από το κάπνισμα στην Ελλάδα ανέρχεται σε 3,27 δις. ευρώ ετησίως. Μια μείωση κατά 10% στην κατανάλωση σήμερα θα περιόριζε τους αναμενόμενους θανάτους στον τρέχοντα πληθυσμό κατά 96.000, σε βάθος χρόνου, και θα περιόριζε τη δαπάνη υγείας για τη θεραπεία νοσημάτων σχετιζόμενων με το κάπνισμα κατά 180 εκατ. ευρώ κατ’ έτος (β) στην Ελλάδα εκτιμάται ότι άνω των 3 εκατ. πολιτών πάσχουν από υπέρταση σήμερα, εκ των οποίων πολύ λίγοι κατορθώνουν να διατηρούν την αρτηριακή τους πίεση εντός αποδεκτών ορίων.
Υπολογίζεται ότι αν όλοι οι υπερτασικοί ασθενείς στη χώρα επιτύγχαναν ρύθμιση της αρτηριακής τους πίεσης σήμερα, το σύστημα υγείας θα μείωνε, με μια άκρως συντηρητική εκτίμηση, τις δαπάνες υγείας κατά 83 εκατ. ευρώ ετησίως μόνο από αποφευχθέντα εμφράγματα του μυοκαρδίου και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια
(γ) Η ρύθμιση των ασθενών με διαβήτη, που στην Ελλάδα σήμερα ξεπερνούν τις 700.000, έχει πολλαπλά οφέλη, κλινικά και οικονομικά, καθώς έχει υπολογισθεί ότι ένας μη ορθά ρυθμισμένος διαβητικός ασθενής έχει κατά 59,5% υψηλότερο ετήσιο κόστος θεραπείας, σε σύγκριση με έναν αντίστοιχο ασθενή ο οποίος έχει επιτύχει ικανοποιητική ρύθμιση της γλυκόζης αίματος
(δ) αν και τα ποσοστά εμβολιασμού των ανηλίκων στην Ελλάδα κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, προσεγγίζοντας το 100%, η ίδια εικόνα δεν ισχύει στον εμβολιασμό του ενήλικου πληθυσμού, όπου η χώρα βρίσκεται κάτω του μέσου όρου. Ο εμβολιασμός, όμως, των ενηλίκων είναι βασικός παράγοντας της διατήρησης ενός καλού επιπέδου υγείας δια βίου, αλλά και του περιορισμού της δαπάνης περίθαλψης. Με βάση διεθνή δεδομένα, κάθε 1€ το οποίο διατίθεται σε προγράμματα εμβολιασμού ενηλίκων επιστρέφει 4,02€ στο κοινωνικό σύνολο, υπό τη μορφή αυξημένης παραγωγικότητας και αποφευχθείσας νοσηρότητας».
«Γερνάει» ο ελληνικός πληθυσμός: Μειωμένος κατά 17.660 το 2013
Γερνάει ο πληθυσμός της Ελλάδας
Επισκεπτόμενοι τους διαφημιζόμενους στο ThePressProject στηρίζετε την προσπάθειά μας
Στο παραπάνω συμπέρασμα καταλήγει η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Μαρί-Νοέλ Ντυκέν, σε εργασία της, στην οποία επεξεργάζεται -μεταξύ άλλων- δεδομένα της Eurostat, βάσει των οποίων η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα όπως και σε όλη την ΕΕ συνεχίστηκε απρόσκοπτα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων, το ποσοστό του ηλικιωμένου πληθυσμού της Ελλάδας αυξήθηκε σημαντικά, από 16,7% στα 19,4%, επίπεδο υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ των 27 (17,5% το 2011).
Ο δείκτης γήρανσης, σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, επιβεβαιώνει σαφώς αυτή την τάση: αν ο αριθμός ηλικιωμένων ατόμων για 100 νέους (κάτω από 15 ετών) ήταν 110 το 2001, σήμερα φτάνει τους 134.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος δείκτης ανέρχεται σε 112 για το σύνολο της ΕΕ, ενώ μόνο τρεις χώρες αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με την Ελλάδα (εκτός από τις δύο προαναφερόμενες, είναι επίσης η Βουλγαρία με δείκτη=140).
Εξετάζοντας την ηλικιακή δομή του πληθυσμού της Ελλάδας, προκύπτει ότι το ποσοστό ηλικίας 65 ετών και άνω ξεπερνά το 19% (σχεδόν ένας στους πέντε), τοποθετώντας τη χώρα μας στην ομάδα των τριών χώρων της Ένωσης με τα υψηλότερα ποσοστά- μαζί με την Ιταλία (20,3%) και τη Γερμανία (20,6%).
Στον αντίποδα, οι τρεις χώρες με τα μικρότερα ποσοστά είναι η Ιρλανδία (11,5%) και ακολουθούν η Σλοβακία (12,6%) και η Κύπρος (12,7%).
Οι παραπάνω δείκτες αναδεικνύουν σοβαρό πρόβλημα αναπαραγωγής του πληθυσμού στην Ελλάδα, γεγονός που επιβεβαιώνει η πρόσφατη εξέλιξη του Φυσικού Ισοζυγίου της χώρας (διαφορά μεταξύ των γεννήσεων και των θανάτων).
Αν η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί γενικευμένο φαινόμενο, η ένταση στο εσωτερικό της Χώρας διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό, με την Περιφέρεια Νότιου Αιγαίου να παρουσιάζει ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο (πολύ κάτω από το μέσο όρο τόσο της Χώρας όσο και της ΕΕ). Ακολουθούν η Αττική και η Κρήτη οι οποίες βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με το σύνολο της Ένωσης και σαφώς κάτω από το εθνικό επίπεδο.
Γενικότερα, επισημαίνει η κ. Ντυκέν, υπάρχει σαφής αντίθεση μεταξύ: α) αρκετών νησιωτικών περιφερειακών ενοτήτων, οι οποίες παρουσιάζουν περιορισμένη γήρανση, με ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω που δεν ξεπερνά το 17% (ειδικά οι Π.Ε. Μυκόνου, Κω, Άνδρου, Ρόδου, Θήρας, Ρέθυμνου, Ηρακλείου) και β) των περιφερειακών ενοτήτων με έντονο ορεινό χαρακτήρα, όπως οι Π.Ε. Καρδίτσας, Άρτας, Φωκίδας, Γρεβενων και Ευρυτανίας, με ποσοστό άνω των 26.5%.
Της Δήμητρας Ευθυμιάδου
Τα μνημόνια και η κρίση φέρνουν δραματικές επιπτώσεις στην Υγεία των πληθυσμών. Εκτός από τις άμεσες συνέπειες που καταγράφονται καθημερινά με πολλούς συμπολίτες μας να μην μπορούν να αγοράσουν ούτε τα φάρμακά τους, υπάρχουν και εκείνες οι επιπτώσεις που θα φανούν σε πεείπου 10 χρόνια.
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας με αφορμή το πρόγραμμα που εστιάζει στην πρόληψη των ασθενειών "Μεγαλώνουμε με Υγεία» ο καθηγητής πνευμονολογίας Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης σημειώνει ότι χάνουμε πλέον χρόνια από τη ζωή μας επειδή λόγω κρίσης οι Έλληνες δεν ακολουθούν πρόγραμμα πρόληψης ενώ αυξάνουν τις κακές συνήθειες.
Ενδεικτικά σύμφωνα με τον κ.Γουργουλιάνη οι Έλληνες λόγω φτώχιας και άγχους καπνίζουν περισσότερο αλλά και χειρότερα τσιγάρα τα οποία είναι παρανόμως εισαγόμενα και κακής ποιότητας. Ταυτόχρονα δεν αθλούνται ενώ δεν κάνουν και προληπτικές εξετάσεις επειδή πια το μυαλό τους είναι στην επιβίωση και όχι στη φροντίδα υγείας.
Και επειδή πλέον τα συστήματα υγείας ειδικά των χωρών που ζουν σε ρυθμούς μνημονίων δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών, η επιστημονική κοινότητα στοχεύει στο να γερνάμε με υγεία και χωρίς σοβαρά προβλήματα.
Άλλωστε η γήρανση του πληθυσμού παγκοσμίως είναι ένα σοβαρό ζήτημα που απασχολεί έντονα την επιστημονική κοινότητα και τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω θα αποτελούν το 29,5% του πληθυσμού της Ευρώπης έως το 2060. Και η Ελλάδα, εμφανίζει συμπτώματα ...δημογραφικής γήρανσης, καθώς το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών αναμένεται να φθάσει το 32% έως το 2050, από 18% που είναι σήμερα.
Όπως εξήγησε ο κ.Γουργουλιάνης, κατά τη διάρκεια πρόσφατης ενημερωτικής εκδήλωσης: «Καθώς μεγαλώνουμε, το ανοσοποιητικό μας σύστημα εξασθενεί και αυξάνεται ο κίνδυνος προσβολής από σοβαρά νοσήματα ενώ βλαβερές συνήθειες, όπως το κάπνισμα και η καθιστική ζωή, επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τον οργανισμό μας.
«Μεγαλώνουμε με Υγεία» σημαίνει ότι υιοθετούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας υγιεινές συνήθειες, όπως η ισορροπημένη διατροφή, η τακτική άσκηση, οι κατάλληλες διαγνωστικές εξετάσεις και ο εμβολιασμός για την πρόληψη νοσημάτων, με στόχο τη διασφάλιση της ποιότητας στη ζωή μας.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι ένας από τους παράγοντες αύξησης των δαπανών υγείας δεν προκαλείται από αυτή καθ’ αυτήν τη γήρανση του πληθυσμού, αλλά από τη γήρανση χωρίς καλή υγεία».
Η Δρ. Αδαμαντία Λιαπίκου, Πνευμονολόγος, Επιμελήτρια Ν.Ν.Θ.Α «ΣΩΤΗΡΙΑ» και Υπεύθυνη της Ομάδας Λοιμώξεων της Ελληνικής Πνευμονολογικής Ευαιρείας υπογράμμισε ότι: «Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα χαρακτηριστούν από την επιδίωξη για πολιτική εξοικονόμησης πόρων, στον τομέα της υγείας, με κατεύθυνση την υγιή γήρανση και την πρόληψη των παθήσεων. Η σωστή και ισορροπημένη διατροφή, η ένταξη της σωματικής άσκησης στην καθημερινότητά μας, βοηθούν στην αποφυγή της παχυσαρκίας και των νόσων που επηρεάζονται από αυτήν (Σακχαρώδης Διαβήτης, Υπέρταση κλπ). Επιπλέον οι προληπτικές πρακτικές συμπληρώνονται με τις ετήσιες διαγνωστικές εξετάσεις και τον εμβολιασμό.
Ο εμβολιασμός είναι αποδεδειγμένα ένα από τα περισσότερο οικονομικώς αποδοτικά επιστημονικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής για τη δημόσια υγεία. Τα σωστά δομημένα εθνικά προγράμματα εμβολιασμών μπορούν να διασφαλίσουν ότι κάθε παιδί και ενήλικας λαμβάνει το σωστό εμβόλιο, στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή».
Ωστόσο σύμφωνα με την κ. Λιαπίκου τα ποσοστά εμβολιασμού των ενηλίκων παραμένουν χαμηλά τόσο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως (μικρότερο του 40% του πληθυσμού), εξαιτίας και της λανθασμένης και ελλιπούς πληροφόρησης του κοινού.
Ο κ. Κώστας Αθανασάκης, Ερευνητής του Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, στη διάρκεια της ομιλίας του, εξήγησε το κόστος που έχει στα συστήματα υγείας η μη πρόληψη:
«Θα μπορούσαμε χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι: (α) το συνολικό κόστος από το κάπνισμα στην Ελλάδα ανέρχεται σε 3,27 δις. ευρώ ετησίως. Μια μείωση κατά 10% στην κατανάλωση σήμερα θα περιόριζε τους αναμενόμενους θανάτους στον τρέχοντα πληθυσμό κατά 96.000, σε βάθος χρόνου, και θα περιόριζε τη δαπάνη υγείας για τη θεραπεία νοσημάτων σχετιζόμενων με το κάπνισμα κατά 180 εκατ. ευρώ κατ’ έτος (β) στην Ελλάδα εκτιμάται ότι άνω των 3 εκατ. πολιτών πάσχουν από υπέρταση σήμερα, εκ των οποίων πολύ λίγοι κατορθώνουν να διατηρούν την αρτηριακή τους πίεση εντός αποδεκτών ορίων.
Υπολογίζεται ότι αν όλοι οι υπερτασικοί ασθενείς στη χώρα επιτύγχαναν ρύθμιση της αρτηριακής τους πίεσης σήμερα, το σύστημα υγείας θα μείωνε, με μια άκρως συντηρητική εκτίμηση, τις δαπάνες υγείας κατά 83 εκατ. ευρώ ετησίως μόνο από αποφευχθέντα εμφράγματα του μυοκαρδίου και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια
(γ) Η ρύθμιση των ασθενών με διαβήτη, που στην Ελλάδα σήμερα ξεπερνούν τις 700.000, έχει πολλαπλά οφέλη, κλινικά και οικονομικά, καθώς έχει υπολογισθεί ότι ένας μη ορθά ρυθμισμένος διαβητικός ασθενής έχει κατά 59,5% υψηλότερο ετήσιο κόστος θεραπείας, σε σύγκριση με έναν αντίστοιχο ασθενή ο οποίος έχει επιτύχει ικανοποιητική ρύθμιση της γλυκόζης αίματος
(δ) αν και τα ποσοστά εμβολιασμού των ανηλίκων στην Ελλάδα κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, προσεγγίζοντας το 100%, η ίδια εικόνα δεν ισχύει στον εμβολιασμό του ενήλικου πληθυσμού, όπου η χώρα βρίσκεται κάτω του μέσου όρου. Ο εμβολιασμός, όμως, των ενηλίκων είναι βασικός παράγοντας της διατήρησης ενός καλού επιπέδου υγείας δια βίου, αλλά και του περιορισμού της δαπάνης περίθαλψης. Με βάση διεθνή δεδομένα, κάθε 1€ το οποίο διατίθεται σε προγράμματα εμβολιασμού ενηλίκων επιστρέφει 4,02€ στο κοινωνικό σύνολο, υπό τη μορφή αυξημένης παραγωγικότητας και αποφευχθείσας νοσηρότητας».
«Γερνάει» ο ελληνικός πληθυσμός: Μειωμένος κατά 17.660 το 2013
Συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς η δημογραφική γήρανση στη χώρα μας, την ώρα που ο δείκτης γεννητικότητας στην Τουρκία είναι σχεδόν διπλάσιος.
elladaΕιδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά 17.660 άτομα μειώθηκε περαιτέρω πέρυσι ο πληθυσμός στη χώρα, λόγω της φυσικής μεταβολής (περισσότεροι θάνατοι από τις γεννήσεις, χωρίς συνυπολογισμό της μετανάστευσης), ενώ την τριετία 2011- 2013, ο πληθυσμός περιορίστηκε κατά 38.628 άτομα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι στην Ελλάδα ο δείκτης γεννητικότητας ήταν 8,6 και ο δείκτης θνησιμότητας 10,2, την ώρα που στη γείτονα Τουρκία οι δείκτες ήταν 16,9 και 4,9 αντίστοιχα. Από τις ευρωμεσογειακές χώρες, υψηλότερο δείκτη γεννητικότητας από εκείνον της θνησιμότητας, είχαν πέρυσι, η Αλβανία (12,3 έναντι 7,1), τα Σκόπια (11,2 έναντι 9,3) και η Ισπανία (9,1 έναντι 8,3). Στον αντίποδα, στην ίδια μοίρα με την Ελλάδα, βρίσκονται η Βουλγαρία (9,2 έναντι 14,4), η Ιταλία (8,5 έναντι 10) και η Πορτογαλία (7,9 έναντι 10,2).
Τα συγκεκριμένα στοιχεία προκύπτουν από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τη φυσική κίνηση πληθυσμού για το 2013, σύμφωνα με τα οποία:
Γεννήσεις
Οι γεννήσεις στην Ελλάδα το 2013, ανήλθαν σε 94.134 άτομα (48.430 αγόρια και 45.704 κορίτσια), παρουσιάζοντας μείωση κατά 6,21% σε σχέση με το 2012, που είχαν ανέλθει σε 100.371 άτομα (51.654 αγόρια και 48.717 κορίτσια). Στις γεννήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται οι γεννήσεις νεκρών βρεφών, οι οποίες κατά το 2013 ανήλθαν σε 376, μειωμένες κατά 15,7% σε σχέση με το 2012 που είχαν ανέλθει σε 446.
Σχετικά με την υπηκοότητα της μητέρας, καταγράφηκαν 80.940 γεννήσεις από Ελληνίδες (ποσοστό 85,98%) και 13.194 από αλλοδαπές (ποσοστό 14,02%). Τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2012 ήταν 84.851 (ποσοστό 84,54%) από Ελληνίδες μητέρες και 15.520 (ποσοστό 15,46%) από αλλοδαπές.
Η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση ήταν 31,85 έτη, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το 2012, που η αντίστοιχη μέση ηλικία ήταν 31,57 έτη. Οι γεννήσεις εκτός γάμου σε απόλυτους αριθμούς, παρουσίασαν μείωση σε σχέση με το 2012 και ανήλθαν σε 6.337 (ποσοστό 6,7% επί του συνόλου των γεννήσεων), από 7.640 (ποσοστό 7,6% επί του συνόλου των γεννήσεων) που ήταν το 2012.
Θάνατοι
Οι θάνατοι παρουσίασαν μείωση κατά 4,15% και ανήλθαν σε 111.794 άτομα, (57.627 άντρες και 54.167 γυναίκες) έναντι 116.670 ατόμων (60.137 άντρες και 56.533 γυναίκες) που ήταν το 2012. Η μέση ηλικία κατά τον θάνατο, ανήλθε στα 75,25 έτη για τους άνδρες και 80,85 έτη για τις γυναίκες, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2012 (για τις άντρες το 2012 ήταν 74,79 έτη και για τις γυναίκες ήταν 80,64 έτη).
Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) από 2,91 το 2012, αυξήθηκε στο 3,69 κατά το 2013. Ο δείκτης νεογνικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας μικρότερης των 28 ημερών ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) αυξήθηκε στο 2,63 από 1,89 το 2012 και ο δείκτης περιγεννητικής θνησιμότητας (γεννήσεις νεκρών και θάνατοι βρεφών ηλικίας μικρότερης της μιας εβδομάδας ανά 1.000 γεννήσεις) αυξήθηκε στο 5,79 από 5,64 το 2012. Αναλυτικά, σε σύνολο 347 θανάτων βρεφών, τα 76 ήταν μικρότερα της μιας ημέρας και 248 ήταν μικρότερα του ενός μηνός.
Γάμοι- σύμφωνα συμβίωσης
Οι γάμοι ανήλθαν σε 51.256, έναντι 49.710 το 2012, παρουσιάζοντας αύξηση 3,11%. Οι πολιτικοί γάμοι ήταν περίπου ίσοι με τους θρησκευτικούς. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 51.256 γάμων, οι θρησκευτικοί ήταν 25.624 και οι πολιτικοί 25.632. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο, ήταν 29,9 έτη, ενώ το 2012 ήταν 29,6. Η αντίστοιχη μέση ηλικία των ανδρών ήταν 32,7 έτη, ενώ το 2012 ήταν 32,5. Σημειώνεται, ότι στο σύνολο των 51.256 γάμων, οι γυναίκες που τέλεσαν πρώτο γάμο ήταν 45.300, ενώ οι άντρες ήταν 44.807.
Τέλος, τα σύμφωνα συμβίωσης αυξήθηκαν κατά 85,03% σε σχέση με το 2012. Για τη χρονική περίοδο από το 2009 (πρώτο έτος εφαρμογής τους) έως το 2013, τα σύμφωνα συμβίωσης ανέρχονται σε 161, 180, 185, 314 και 581 αντίστοιχα, δηλαδή καταγράφηκαν συνολικά 1.421 σύμφωνα συμβίωσης στο σύνολο της χώρας
elladaΕιδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά 17.660 άτομα μειώθηκε περαιτέρω πέρυσι ο πληθυσμός στη χώρα, λόγω της φυσικής μεταβολής (περισσότεροι θάνατοι από τις γεννήσεις, χωρίς συνυπολογισμό της μετανάστευσης), ενώ την τριετία 2011- 2013, ο πληθυσμός περιορίστηκε κατά 38.628 άτομα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι στην Ελλάδα ο δείκτης γεννητικότητας ήταν 8,6 και ο δείκτης θνησιμότητας 10,2, την ώρα που στη γείτονα Τουρκία οι δείκτες ήταν 16,9 και 4,9 αντίστοιχα. Από τις ευρωμεσογειακές χώρες, υψηλότερο δείκτη γεννητικότητας από εκείνον της θνησιμότητας, είχαν πέρυσι, η Αλβανία (12,3 έναντι 7,1), τα Σκόπια (11,2 έναντι 9,3) και η Ισπανία (9,1 έναντι 8,3). Στον αντίποδα, στην ίδια μοίρα με την Ελλάδα, βρίσκονται η Βουλγαρία (9,2 έναντι 14,4), η Ιταλία (8,5 έναντι 10) και η Πορτογαλία (7,9 έναντι 10,2).
Τα συγκεκριμένα στοιχεία προκύπτουν από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τη φυσική κίνηση πληθυσμού για το 2013, σύμφωνα με τα οποία:
Γεννήσεις
Οι γεννήσεις στην Ελλάδα το 2013, ανήλθαν σε 94.134 άτομα (48.430 αγόρια και 45.704 κορίτσια), παρουσιάζοντας μείωση κατά 6,21% σε σχέση με το 2012, που είχαν ανέλθει σε 100.371 άτομα (51.654 αγόρια και 48.717 κορίτσια). Στις γεννήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται οι γεννήσεις νεκρών βρεφών, οι οποίες κατά το 2013 ανήλθαν σε 376, μειωμένες κατά 15,7% σε σχέση με το 2012 που είχαν ανέλθει σε 446.
Σχετικά με την υπηκοότητα της μητέρας, καταγράφηκαν 80.940 γεννήσεις από Ελληνίδες (ποσοστό 85,98%) και 13.194 από αλλοδαπές (ποσοστό 14,02%). Τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2012 ήταν 84.851 (ποσοστό 84,54%) από Ελληνίδες μητέρες και 15.520 (ποσοστό 15,46%) από αλλοδαπές.
Η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση ήταν 31,85 έτη, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το 2012, που η αντίστοιχη μέση ηλικία ήταν 31,57 έτη. Οι γεννήσεις εκτός γάμου σε απόλυτους αριθμούς, παρουσίασαν μείωση σε σχέση με το 2012 και ανήλθαν σε 6.337 (ποσοστό 6,7% επί του συνόλου των γεννήσεων), από 7.640 (ποσοστό 7,6% επί του συνόλου των γεννήσεων) που ήταν το 2012.
Θάνατοι
Οι θάνατοι παρουσίασαν μείωση κατά 4,15% και ανήλθαν σε 111.794 άτομα, (57.627 άντρες και 54.167 γυναίκες) έναντι 116.670 ατόμων (60.137 άντρες και 56.533 γυναίκες) που ήταν το 2012. Η μέση ηλικία κατά τον θάνατο, ανήλθε στα 75,25 έτη για τους άνδρες και 80,85 έτη για τις γυναίκες, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2012 (για τις άντρες το 2012 ήταν 74,79 έτη και για τις γυναίκες ήταν 80,64 έτη).
Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) από 2,91 το 2012, αυξήθηκε στο 3,69 κατά το 2013. Ο δείκτης νεογνικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας μικρότερης των 28 ημερών ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) αυξήθηκε στο 2,63 από 1,89 το 2012 και ο δείκτης περιγεννητικής θνησιμότητας (γεννήσεις νεκρών και θάνατοι βρεφών ηλικίας μικρότερης της μιας εβδομάδας ανά 1.000 γεννήσεις) αυξήθηκε στο 5,79 από 5,64 το 2012. Αναλυτικά, σε σύνολο 347 θανάτων βρεφών, τα 76 ήταν μικρότερα της μιας ημέρας και 248 ήταν μικρότερα του ενός μηνός.
Γάμοι- σύμφωνα συμβίωσης
Οι γάμοι ανήλθαν σε 51.256, έναντι 49.710 το 2012, παρουσιάζοντας αύξηση 3,11%. Οι πολιτικοί γάμοι ήταν περίπου ίσοι με τους θρησκευτικούς. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 51.256 γάμων, οι θρησκευτικοί ήταν 25.624 και οι πολιτικοί 25.632. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο, ήταν 29,9 έτη, ενώ το 2012 ήταν 29,6. Η αντίστοιχη μέση ηλικία των ανδρών ήταν 32,7 έτη, ενώ το 2012 ήταν 32,5. Σημειώνεται, ότι στο σύνολο των 51.256 γάμων, οι γυναίκες που τέλεσαν πρώτο γάμο ήταν 45.300, ενώ οι άντρες ήταν 44.807.
Τέλος, τα σύμφωνα συμβίωσης αυξήθηκαν κατά 85,03% σε σχέση με το 2012. Για τη χρονική περίοδο από το 2009 (πρώτο έτος εφαρμογής τους) έως το 2013, τα σύμφωνα συμβίωσης ανέρχονται σε 161, 180, 185, 314 και 581 αντίστοιχα, δηλαδή καταγράφηκαν συνολικά 1.421 σύμφωνα συμβίωσης στο σύνολο της χώρας
Γερνάει ο πληθυσμός της Ελλάδας
Μία από τις πλέον γερασμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η Ελλάδα, με μόνο την Ιταλία και τη Γερμανία να παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά γήρανσης
Επισκεπτόμενοι τους διαφημιζόμενους στο ThePressProject στηρίζετε την προσπάθειά μας
Στο παραπάνω συμπέρασμα καταλήγει η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Μαρί-Νοέλ Ντυκέν, σε εργασία της, στην οποία επεξεργάζεται -μεταξύ άλλων- δεδομένα της Eurostat, βάσει των οποίων η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα όπως και σε όλη την ΕΕ συνεχίστηκε απρόσκοπτα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων, το ποσοστό του ηλικιωμένου πληθυσμού της Ελλάδας αυξήθηκε σημαντικά, από 16,7% στα 19,4%, επίπεδο υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ των 27 (17,5% το 2011).
Ο δείκτης γήρανσης, σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, επιβεβαιώνει σαφώς αυτή την τάση: αν ο αριθμός ηλικιωμένων ατόμων για 100 νέους (κάτω από 15 ετών) ήταν 110 το 2001, σήμερα φτάνει τους 134.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος δείκτης ανέρχεται σε 112 για το σύνολο της ΕΕ, ενώ μόνο τρεις χώρες αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με την Ελλάδα (εκτός από τις δύο προαναφερόμενες, είναι επίσης η Βουλγαρία με δείκτη=140).
Εξετάζοντας την ηλικιακή δομή του πληθυσμού της Ελλάδας, προκύπτει ότι το ποσοστό ηλικίας 65 ετών και άνω ξεπερνά το 19% (σχεδόν ένας στους πέντε), τοποθετώντας τη χώρα μας στην ομάδα των τριών χώρων της Ένωσης με τα υψηλότερα ποσοστά- μαζί με την Ιταλία (20,3%) και τη Γερμανία (20,6%).
Στον αντίποδα, οι τρεις χώρες με τα μικρότερα ποσοστά είναι η Ιρλανδία (11,5%) και ακολουθούν η Σλοβακία (12,6%) και η Κύπρος (12,7%).
Οι παραπάνω δείκτες αναδεικνύουν σοβαρό πρόβλημα αναπαραγωγής του πληθυσμού στην Ελλάδα, γεγονός που επιβεβαιώνει η πρόσφατη εξέλιξη του Φυσικού Ισοζυγίου της χώρας (διαφορά μεταξύ των γεννήσεων και των θανάτων).
Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, το Φυσικό Ισοζύγιο μειώθηκε ραγδαία κατά την περίοδο 2008-2012 για να είναι πλέον αρνητικό. Αν το 2008 οι γεννήσεις υπερέβαιναν τους θανάτους κατά 10.300 (θετικό Φυσικό Ισοζύγιο), από το 2011 και έπειτα, οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις. Πιο ανησυχητική είναι η δραματική φυσική μείωση του πληθυσμού το 2012. Το έλλειμμα υπέρ-τριπλασιάστηκε, από -4.671 το 2011, έφτασε στα –16.299 το 2012.
Αν η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί γενικευμένο φαινόμενο, η ένταση στο εσωτερικό της Χώρας διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό, με την Περιφέρεια Νότιου Αιγαίου να παρουσιάζει ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο (πολύ κάτω από το μέσο όρο τόσο της Χώρας όσο και της ΕΕ). Ακολουθούν η Αττική και η Κρήτη οι οποίες βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με το σύνολο της Ένωσης και σαφώς κάτω από το εθνικό επίπεδο.
Γενικότερα, επισημαίνει η κ. Ντυκέν, υπάρχει σαφής αντίθεση μεταξύ: α) αρκετών νησιωτικών περιφερειακών ενοτήτων, οι οποίες παρουσιάζουν περιορισμένη γήρανση, με ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω που δεν ξεπερνά το 17% (ειδικά οι Π.Ε. Μυκόνου, Κω, Άνδρου, Ρόδου, Θήρας, Ρέθυμνου, Ηρακλείου) και β) των περιφερειακών ενοτήτων με έντονο ορεινό χαρακτήρα, όπως οι Π.Ε. Καρδίτσας, Άρτας, Φωκίδας, Γρεβενων και Ευρυτανίας, με ποσοστό άνω των 26.5%.
Την ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών «αντιπροσωπεύει» ένας στους επτά Ελληνες, επιβεβαιώνοντας τον φόβο ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα «που γερνάει».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία, με αφορμή την αυριανή Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων, ποσοστό μεγαλύτερο του 14% του πληθυσμού είναι άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, ενώ εκτιμάται ότι το ποσοστό αυτό θα ξεπεράσει το 20% το 2020 και θα φτάσει το 30% το 2030. Και αυτό είναι σίγουρο ότι θα έχει επιπτώσεις στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι ενώ σήμερα στην Ε.Ε. αντιστοιχούν 4 άτομα σε παραγωγική ηλικία (15 έως 64 ετών) ανά ένα συνταξιούχο, το 2060 η σχέση αυτή θα είναι δύο άτομα παραγωγικής ηλικίας για κάθε συνταξιούχο.
Την ίδια στιγμή η χώρα μας καθώς και η Ιταλία έχουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ε.Ε., εννέα τοις χιλίοις, μετά τη Γερμανία που έχει 8,4 τοις χιλίοις και την Πορτογαλία 8,5 τοις χιλίοις.
Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών καταναλώνουν δυσανάλογο ποσοστό των κρατικών πόρων για την Υγεία. Ειδικότερα, από τους ηλικιωμένους ασθενείς που νοσηλεύονται σε γενικά νοσοκομεία το 40% είναι χειρουργικοί ασθενείς. Τα άτομα άνω των 70 ετών, ενώ αποτελούν το 10% του πληθυσμού, απασχολούν το 50% των νοσοκομειακών κλινών και για οξέα περιστατικά το 25% των κλινών. Οι υπερήλικες καλύπτουν το 25% των συνολικών ημερών νοσηλείας στα νοσοκομεία. Το 70% των υπερηλίκων έχει περισσότερες της μιας συνοδούς νόσους και το 25% λαμβάνει περισσότερα από πέντε φάρμακα. Οι διάφορες μορφές καρκίνου είναι πρώτη αιτία θανάτου στο φάσμα ηλικίας μεταξύ 65 και 74 ετών και η δεύτερη αιτία θανάτου μετά τα 75 χρόνια.
Η Γηριατρική
Σύμφωνα τον πρόεδρο της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας αμ. επικ. καθηγητή Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννη Καραϊτιανό, παρά τη συνεχή αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων στη χώρα μας, η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα στην Ευρώπη στην οποία δεν είναι αναγνωρισμένη η Γηριατρική ως ιατρική ειδικότητα ή εξειδίκευση, ενώ η παρούσα οικονομική κρίση δυσχεραίνει την ανάληψη πρωτοβουλιών που θα συμβάλουν στην εν γένει καλύτερη αντιμετώπιση των αναγκών της ευαίσθητης αυτής κοινωνικής και ηλικιακής ομάδας.
πηγή: www.kathimerini.gr
.
Γερνάει η Κρήτη - Οι πιο "γερασμένες" περιοχές του νησιού
Η Κρήτη γερνάει, όχι όμως με τους ρυθμούς που παρατηρούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η καλύτερη προσαρμοστικότητα που επέδειξε το νησί μας στην κρίση, με τη συγκράτηση του πληθυσμού και την εισροή εργατικού δυναμικού που αναζητούσε δουλειά στην Κρήτη, είτε από το εξωτερικό είτε από την ηπειρωτική χώρα, φαίνεται ότι αναζωογόνησε τον πληθυσμό του νησιού.
Αυτό προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., τα οποία αποτέλεσαν τη βάση μιας μεγάλης μελέτης την οποία υπογράφουν η επίκουρος καθηγήτρια του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Σταματίνα Κακλαμάνη και η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Μαρί Νοέλ Ντυκέν με τίτλο "Το νέο ιστορικό πλαίσιο της πληθυσμιακής γήρανσης".
Οι δείκτες
Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα της απογραφής του 2001 και τη σχετική επεξεργασία τους, προκύπτει ότι ο δείκτης γήρανσης, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τον πληθυσμό ηλικίας 65 ετών και άνω, ήταν 16,4% για την Κρήτη, όταν σε επίπεδο χώρας έφτανε το 16,7%. Με βάση την απογραφή του 2011, η ψαλίδα ανοίγει ακόμα περισσότερο, με την Κρήτη να έχει δείκτη γήρανσης 17,6%, αυξημένο μεν σε σχέση με μια δεκαετία πριν, όμως αρκετά διαφοροποιημένο με την ηπειρωτική Ελλάδα, στην οποία φτάνει το 19,5%. Τάση που ερμηνεύεται από την είσοδο αλλοδαπού κυρίως πληθυσμού στην Κρήτη, ένα νησί με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, το οποίο μπόρεσε να αντιδράσει καλύτερα έχοντας άμυνες στην καταιγίδα της κρίσης.
Με βάση την προκαταρκτική ανάλυση για τα στοιχεία της απογραφής του 2011, σύμφωνα με την κ. Τ. Κακλαμάνη, εμφανίζεται σημαντική διαφοροποίηση στην Κρήτη και όσον αφορά στα φύλα. Έτσι, ο δείκτης γήρανσης είναι 16% για τους άντρες και 19,2% για τις γυναίκες, ενώ σε πανελλαδικό επίπεδο ο αντρικός πληθυσμός άνω των 65 αντιστοιχεί στο 17,5% έναντι του 21,4% των γυναικών. Η διαμόρφωση του χάρτη της Ελλάδας με βάση τον "Καποδίστρια" και τον "Καλλικράτη" δεν επιτρέπει την εξαγωγή συγκρίσιμων στοιχείων σε επίπεδο χωριών ή κωμοπόλεων, με τη στατιστική να μην μπορεί ακόμη να κάνει σαφείς αναγωγές από την απογραφή του 2001 σε εκείνη του 2011. Όμως, με βάση τα πληθυσμιακά στοιχεία των καποδιστριακών δήμων, μπορεί να δώσει μια ενδεικτική εικόνα για το ποιες περιοχές της Κρήτης έχουν υψηλότερο δείκτη γήρανσης σε σχέση με άλλες.
Η ερμηνεία
Όπως ήταν αναμενόμενο και επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της μελέτης, περιοχές με έντονο τουριστικό χαρακτήρα ή άλλα οικονομικά χαρακτηριστικά αποτελούν μαγνήτη για τους νέους, συγκρατώντας τον πληθυσμό, όχι μόνο το δικό τους, αλλά και των όμορων περιοχών που ήρθαν ακόμα πιο κοντά χάρη στην ευκολία πρόσβασης. Σε αντίθεση, ορεινοί και ημιορεινοί δήμοι εμφανίζονται ως οι πιο γερασμένοι στην Κρήτη. Υπάρχει όμως και μια ενδιάμεση κατηγορία, όχι απαραίτητα στη λογική του μέσου όρου, με δήμους που εξακολουθούν να έχουν υψηλή γήρανση, η οποία όμως δεν επιτείνεται και εμφανίζεται σταθεροποιημένη, καθώς έχουν και αυτοί μια ευνοϊκή γειτνίαση με περιφερειακά αστικά κέντρα.
Τα πάνω και τα κάτω
Με σημείο αναφοράς το δείκτη γήρανσης του ποσοστού πληθυσμού 65 ετών και άνω, σε επίπεδο νομών εμφανίζεται μικρή διαφοροποίηση η οποία όμως γίνεται έντονη σε επίπεδο δήμων. Κατά μέσο όρο, το Ηράκλειο είναι ο νομός με το μικρότερο δείκτη γερασμένου πληθυσμού, σε ποσοστό 20,5%. Ακολουθεί το Ρέθυμνο με 21% και τα Χανιά με 21,9%, ενώ το Λασίθι εμφανίζεται να έχει τον πλέον γερασμένο, σε επίπεδο νομού, πληθυσμό της Κρήτης με 25,3%. Σε επίπεδο δήμων ο μεγαλύτερος δείκτης γήρανσης καταγράφεται στο Οροπέδιο Λασιθίου με 39,2% και την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν ο δήμος Ινναχωρίου με 38,7%, ο δήμος ανατολικού Σελίνου με 38,5%, ο Δήμος Λεύκης με 33,2% και ο Δήμος Βιάννου με 33,2%. Σε αντίστοιχα ποσοστά, ο δήμος Φρε με 32,9%, ο δήμος Κουρητών με 32,3%, ο δήμος Καντάνου με 31,2% και ο δήμος Λάμπης με 30,2%.
Στον αντίποδα, το χαμηλότερο δείκτη γήρανσης στην Κρήτη έχει ο πληθυσμός του δήμου Ακρωτηρίου με 7,8%, ο τότε δήμος Νέας Αλικαρνασσού (απογραφή 2001) με 8,7%, ο επίσης τότε δήμος Γαζίου με 8,7% και ο δήμος Σούδας με 9,6%. Διψήφια γίνονται τα ποσοστά από το δήμο Κυδωνίας (Γαλατά) με 10,4%, όπως και ο δήμος Ρεθύμνου, και ακολουθούν ο δήμος Ελευθερίου Βενιζέλου με 10,5% και Ηρακλείου με 10,9%.
Το Ηράκλειο
Εξετάζοντας το δείκτη γήρανσης σε επίπεδο νομών, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων της απογραφής του 2001 από την κ. Κακλαμάνη, διαπιστώνουμε ότι ορεινοί δήμοι είναι εκείνοι με τα μεγαλύτερα ποσοστά, όπως άλλωστε θα ανέμενε κανείς. Την πρωτιά έχει ο δήμος Βιάννου με 33,2% και ακολουθούν οι δήμοι Καστελίου με 26,9%, Αρκαλοχωρίου με 25,9%, Γόρτυνας, με 25,7%, Αστερουσίων με 25,3% και Κόφινα, με 22,3%.
Η μελέτη της κ. Κακλαμάνη ορίζει μια δεύτερη ενδιάμεση κατηγορία διάσπαρτων δήμων σε γειτνίαση με περιφερειακά αστικά κέντρα και σχετικά σταθεροποιημένη γήρανση, η οποία δεν επιτείνεται, καθώς το γεγονός ότι βρίσκονται κοντά σε σχετικά μεγάλες πόλεις βοηθά στη συγκράτηση του πληθυσμού. Σε αυτή την κατηγορία, στο νομό Ηρακλείου την πρωτιά σε δείκτη γήρανσης έχει ο δήμος Επισκοπής με 27%, Θραψανού με δείκτη γήρανσης 26,3%, Νίκου Καζαντζάκη με 23%, Ζαρού με 22%, Γοργολαϊνίου με 20,7%, Αγίας Βαρβάρας με 20,1%, Αρχανών με 19,7% και Μοιρών με 17,4%. Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται περιφερειακά αστικά και περιαστικά κέντρα με περιορισμένη γήρανση, όπου σε επίπεδο νομού Ηρακλείου καταγράφονται διψήφια ποσοστά, με εξαίρεση τους πρώην δήμους Γαζίου και Νέας Αλικαρνασσού. Ακόμα και το Ηράκλειο εμφανίζεται με διψήφιο ποσοστό στο 10,9% του πληθυσμού του, ο οποίος είναι ηλικίας 65 ετών και άνω. Στην ίδια κατηγορία, την πρωτιά στο δείκτη γήρανσης έχει ο δήμος Τυλίσου με 28%, Ρούβα με 25,6%, Τετραχωρίου (Παλιανής) με 22,4%, Κρουσώνα και Τυμπακίου με 18,2%, Τεμένους με 15,3%, Μαλίων με 13,7 και Γουβών με 13,6%.
Λασίθι
Στο νομό Λασιθίου, στην πρώτη κατηγορία - των ορεινών δήμων - την πρωτιά και σε επίπεδο νομού έχει το Οροπέδιο με 39,2% και ακολουθούν ο δήμος Λεύκης με 33,8% και Μακρύ Γιαλού με 23,7%. Στη δεύτερη κατηγορία των δήμων που γειτνιάζουν με περιφερειακά αστικά κέντρα βρίσκεται μόνο η Νεάπολη με δείκτη γήρανσης 25,1%, ενώ στην κατηγορία με το χαμηλότερο δείκτη κατατάσσονται ο δήμος Ιτάνου με 24,8%, Σητείας με 22,2%, Ιεράπετρας με 17,4 και Αγίου Νικολάου, που έχει και το χαμηλότερο ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 25 και άνω στο νομό, με 16,8%.
Ρέθυμνο
Στο νομό Ρεθύμνου υπάρχουν μονάχα οι δυο κατηγορίες των ορεινών δήμων και εκείνων με περιορισμένη γήρανση λόγω περιφερειακών αστικών κέντρων. Στην πρώτη κατηγορία ο δήμος Λάμπης εμφανίζεται με 30,2%, Συβρίτου με 27,6% και Λαππαίων με 21,8%. Στη δεύτερη κατηγορία, ο δήμος Κουρητών έχει την πρωτιά με 32,3% και ακολουθούν οι δήμοι Κουλούκωνα με 21,3%, Γεροποτάμου με 19,9%, Ανωγείων με 19,6%, Φοίνικα με 19,4%, Αρκαδίου με 15,6%, Νικηφόρου Φωκά με 13,1% και, τέλος, Ρεθύμνου με 10,4%, που είναι και το χαμηλότερο σε επίπεδο νομού.
Χανιά
Στα Χανιά, από τους πιο γερασμένους ορεινούς δήμους είναι του Ινναχωρίου με 38.7%, ανατολικού Σελίνου με 38,5%, Φρε με 32,9%, Μυθήμνης με 29,1%, Βάμου με 27,4%, Κολυμβαρίου με 25,7%, Κεραμειών με 25,4%, Βουκολιών με 25,2%, Αρμένων με 23,8% και Ασή Γωνιάς με 20,4%. Στην ενδιάμεση κατηγορία, όχι απαραιτήτως μέσου όρου, όπως προαναφέρθηκε, βρίσκονται 5 καποδιστριακοί δήμοι των Χανίων και πιο συγκεκριμένα με βάση το δείκτη γήρανσης αυτοί των Καντάνου 31,2%, Μουσούρων 26,7%, Κρυονερίδας 24,3%, Γεωργιούπολης με 19,2% και, τέλος, Γαύδου με 21%.
Τέλος, στην κατηγορία όπου εντάσσονται δήμοι με περιφερειακά αστικά και περιαστικά κέντρα που έχουν τη μεγαλύτερη δυνατότητα συγκράτησης του πληθυσμού τους βρίσκονται οι δήμοι Πλατανιά 21,2%, Κισσάμου 18,6%, Πελεκάνου 18,3%, Σφακίων 16,9%, Θερίσου 12,1%, Χανίων 14,4%, Ελευθερίου Βενιζέλου, 10,5%, Νέας Κυδωνίας (Γαλατά) 10,4% Σούδας, 9,6% και τέλος Ακρωτηρίου με 7,8%, που είναι και ο λιγότερο γερασμένος δήμος της Κρήτης.
Αυξάνονται οι ηλικιωμένοι
Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης της Μαρί-Νοέλ Ντυκέν, αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, και της Σταματίνας Κακλαμάνη, επίκουρης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών, είναι ανησυχητικό σε επίπεδο Ελλάδας. Παρά τη θετική συμβολή των αλλοδαπών στο δημογραφικό δυναμισμό της Ελλάδας, το ειδικό βάρος των ηλικιωμένων αυξάνεται, τόσο στον αγροτικό όσο και στον αστικό χώρο. Η τάση γήρανσης του πληθυσμού - η αύξηση δηλαδή του ποσοστού των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό - συνεχίζεται απρόσκοπτα και στην Ελλάδα, όπως καταδεικνύει η μεγάλη αυτή έρευνα, που εξετάζει τις πρόσφατες πληθυσμιακές μεταβολές στη χώρα.
Γερνάει η Κρήτη - Οι πιο "γερασμένες" περιοχές του νησιού
Η Κρήτη γερνάει, όχι όμως με τους ρυθμούς που παρατηρούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η καλύτερη προσαρμοστικότητα που επέδειξε το νησί μας στην κρίση, με τη συγκράτηση του πληθυσμού και την εισροή εργατικού δυναμικού που αναζητούσε δουλειά στην Κρήτη, είτε από το εξωτερικό είτε από την ηπειρωτική χώρα, φαίνεται ότι αναζωογόνησε τον πληθυσμό του νησιού.
Αυτό προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., τα οποία αποτέλεσαν τη βάση μιας μεγάλης μελέτης την οποία υπογράφουν η επίκουρος καθηγήτρια του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Σταματίνα Κακλαμάνη και η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Μαρί Νοέλ Ντυκέν με τίτλο "Το νέο ιστορικό πλαίσιο της πληθυσμιακής γήρανσης".
Οι δείκτες
Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα της απογραφής του 2001 και τη σχετική επεξεργασία τους, προκύπτει ότι ο δείκτης γήρανσης, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τον πληθυσμό ηλικίας 65 ετών και άνω, ήταν 16,4% για την Κρήτη, όταν σε επίπεδο χώρας έφτανε το 16,7%. Με βάση την απογραφή του 2011, η ψαλίδα ανοίγει ακόμα περισσότερο, με την Κρήτη να έχει δείκτη γήρανσης 17,6%, αυξημένο μεν σε σχέση με μια δεκαετία πριν, όμως αρκετά διαφοροποιημένο με την ηπειρωτική Ελλάδα, στην οποία φτάνει το 19,5%. Τάση που ερμηνεύεται από την είσοδο αλλοδαπού κυρίως πληθυσμού στην Κρήτη, ένα νησί με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, το οποίο μπόρεσε να αντιδράσει καλύτερα έχοντας άμυνες στην καταιγίδα της κρίσης.
Με βάση την προκαταρκτική ανάλυση για τα στοιχεία της απογραφής του 2011, σύμφωνα με την κ. Τ. Κακλαμάνη, εμφανίζεται σημαντική διαφοροποίηση στην Κρήτη και όσον αφορά στα φύλα. Έτσι, ο δείκτης γήρανσης είναι 16% για τους άντρες και 19,2% για τις γυναίκες, ενώ σε πανελλαδικό επίπεδο ο αντρικός πληθυσμός άνω των 65 αντιστοιχεί στο 17,5% έναντι του 21,4% των γυναικών. Η διαμόρφωση του χάρτη της Ελλάδας με βάση τον "Καποδίστρια" και τον "Καλλικράτη" δεν επιτρέπει την εξαγωγή συγκρίσιμων στοιχείων σε επίπεδο χωριών ή κωμοπόλεων, με τη στατιστική να μην μπορεί ακόμη να κάνει σαφείς αναγωγές από την απογραφή του 2001 σε εκείνη του 2011. Όμως, με βάση τα πληθυσμιακά στοιχεία των καποδιστριακών δήμων, μπορεί να δώσει μια ενδεικτική εικόνα για το ποιες περιοχές της Κρήτης έχουν υψηλότερο δείκτη γήρανσης σε σχέση με άλλες.
Η ερμηνεία
Όπως ήταν αναμενόμενο και επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της μελέτης, περιοχές με έντονο τουριστικό χαρακτήρα ή άλλα οικονομικά χαρακτηριστικά αποτελούν μαγνήτη για τους νέους, συγκρατώντας τον πληθυσμό, όχι μόνο το δικό τους, αλλά και των όμορων περιοχών που ήρθαν ακόμα πιο κοντά χάρη στην ευκολία πρόσβασης. Σε αντίθεση, ορεινοί και ημιορεινοί δήμοι εμφανίζονται ως οι πιο γερασμένοι στην Κρήτη. Υπάρχει όμως και μια ενδιάμεση κατηγορία, όχι απαραίτητα στη λογική του μέσου όρου, με δήμους που εξακολουθούν να έχουν υψηλή γήρανση, η οποία όμως δεν επιτείνεται και εμφανίζεται σταθεροποιημένη, καθώς έχουν και αυτοί μια ευνοϊκή γειτνίαση με περιφερειακά αστικά κέντρα.
Τα πάνω και τα κάτω
Με σημείο αναφοράς το δείκτη γήρανσης του ποσοστού πληθυσμού 65 ετών και άνω, σε επίπεδο νομών εμφανίζεται μικρή διαφοροποίηση η οποία όμως γίνεται έντονη σε επίπεδο δήμων. Κατά μέσο όρο, το Ηράκλειο είναι ο νομός με το μικρότερο δείκτη γερασμένου πληθυσμού, σε ποσοστό 20,5%. Ακολουθεί το Ρέθυμνο με 21% και τα Χανιά με 21,9%, ενώ το Λασίθι εμφανίζεται να έχει τον πλέον γερασμένο, σε επίπεδο νομού, πληθυσμό της Κρήτης με 25,3%. Σε επίπεδο δήμων ο μεγαλύτερος δείκτης γήρανσης καταγράφεται στο Οροπέδιο Λασιθίου με 39,2% και την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν ο δήμος Ινναχωρίου με 38,7%, ο δήμος ανατολικού Σελίνου με 38,5%, ο Δήμος Λεύκης με 33,2% και ο Δήμος Βιάννου με 33,2%. Σε αντίστοιχα ποσοστά, ο δήμος Φρε με 32,9%, ο δήμος Κουρητών με 32,3%, ο δήμος Καντάνου με 31,2% και ο δήμος Λάμπης με 30,2%.
Στον αντίποδα, το χαμηλότερο δείκτη γήρανσης στην Κρήτη έχει ο πληθυσμός του δήμου Ακρωτηρίου με 7,8%, ο τότε δήμος Νέας Αλικαρνασσού (απογραφή 2001) με 8,7%, ο επίσης τότε δήμος Γαζίου με 8,7% και ο δήμος Σούδας με 9,6%. Διψήφια γίνονται τα ποσοστά από το δήμο Κυδωνίας (Γαλατά) με 10,4%, όπως και ο δήμος Ρεθύμνου, και ακολουθούν ο δήμος Ελευθερίου Βενιζέλου με 10,5% και Ηρακλείου με 10,9%.
Το Ηράκλειο
Εξετάζοντας το δείκτη γήρανσης σε επίπεδο νομών, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων της απογραφής του 2001 από την κ. Κακλαμάνη, διαπιστώνουμε ότι ορεινοί δήμοι είναι εκείνοι με τα μεγαλύτερα ποσοστά, όπως άλλωστε θα ανέμενε κανείς. Την πρωτιά έχει ο δήμος Βιάννου με 33,2% και ακολουθούν οι δήμοι Καστελίου με 26,9%, Αρκαλοχωρίου με 25,9%, Γόρτυνας, με 25,7%, Αστερουσίων με 25,3% και Κόφινα, με 22,3%.
Η μελέτη της κ. Κακλαμάνη ορίζει μια δεύτερη ενδιάμεση κατηγορία διάσπαρτων δήμων σε γειτνίαση με περιφερειακά αστικά κέντρα και σχετικά σταθεροποιημένη γήρανση, η οποία δεν επιτείνεται, καθώς το γεγονός ότι βρίσκονται κοντά σε σχετικά μεγάλες πόλεις βοηθά στη συγκράτηση του πληθυσμού. Σε αυτή την κατηγορία, στο νομό Ηρακλείου την πρωτιά σε δείκτη γήρανσης έχει ο δήμος Επισκοπής με 27%, Θραψανού με δείκτη γήρανσης 26,3%, Νίκου Καζαντζάκη με 23%, Ζαρού με 22%, Γοργολαϊνίου με 20,7%, Αγίας Βαρβάρας με 20,1%, Αρχανών με 19,7% και Μοιρών με 17,4%. Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται περιφερειακά αστικά και περιαστικά κέντρα με περιορισμένη γήρανση, όπου σε επίπεδο νομού Ηρακλείου καταγράφονται διψήφια ποσοστά, με εξαίρεση τους πρώην δήμους Γαζίου και Νέας Αλικαρνασσού. Ακόμα και το Ηράκλειο εμφανίζεται με διψήφιο ποσοστό στο 10,9% του πληθυσμού του, ο οποίος είναι ηλικίας 65 ετών και άνω. Στην ίδια κατηγορία, την πρωτιά στο δείκτη γήρανσης έχει ο δήμος Τυλίσου με 28%, Ρούβα με 25,6%, Τετραχωρίου (Παλιανής) με 22,4%, Κρουσώνα και Τυμπακίου με 18,2%, Τεμένους με 15,3%, Μαλίων με 13,7 και Γουβών με 13,6%.
Λασίθι
Στο νομό Λασιθίου, στην πρώτη κατηγορία - των ορεινών δήμων - την πρωτιά και σε επίπεδο νομού έχει το Οροπέδιο με 39,2% και ακολουθούν ο δήμος Λεύκης με 33,8% και Μακρύ Γιαλού με 23,7%. Στη δεύτερη κατηγορία των δήμων που γειτνιάζουν με περιφερειακά αστικά κέντρα βρίσκεται μόνο η Νεάπολη με δείκτη γήρανσης 25,1%, ενώ στην κατηγορία με το χαμηλότερο δείκτη κατατάσσονται ο δήμος Ιτάνου με 24,8%, Σητείας με 22,2%, Ιεράπετρας με 17,4 και Αγίου Νικολάου, που έχει και το χαμηλότερο ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 25 και άνω στο νομό, με 16,8%.
Ρέθυμνο
Στο νομό Ρεθύμνου υπάρχουν μονάχα οι δυο κατηγορίες των ορεινών δήμων και εκείνων με περιορισμένη γήρανση λόγω περιφερειακών αστικών κέντρων. Στην πρώτη κατηγορία ο δήμος Λάμπης εμφανίζεται με 30,2%, Συβρίτου με 27,6% και Λαππαίων με 21,8%. Στη δεύτερη κατηγορία, ο δήμος Κουρητών έχει την πρωτιά με 32,3% και ακολουθούν οι δήμοι Κουλούκωνα με 21,3%, Γεροποτάμου με 19,9%, Ανωγείων με 19,6%, Φοίνικα με 19,4%, Αρκαδίου με 15,6%, Νικηφόρου Φωκά με 13,1% και, τέλος, Ρεθύμνου με 10,4%, που είναι και το χαμηλότερο σε επίπεδο νομού.
Χανιά
Στα Χανιά, από τους πιο γερασμένους ορεινούς δήμους είναι του Ινναχωρίου με 38.7%, ανατολικού Σελίνου με 38,5%, Φρε με 32,9%, Μυθήμνης με 29,1%, Βάμου με 27,4%, Κολυμβαρίου με 25,7%, Κεραμειών με 25,4%, Βουκολιών με 25,2%, Αρμένων με 23,8% και Ασή Γωνιάς με 20,4%. Στην ενδιάμεση κατηγορία, όχι απαραιτήτως μέσου όρου, όπως προαναφέρθηκε, βρίσκονται 5 καποδιστριακοί δήμοι των Χανίων και πιο συγκεκριμένα με βάση το δείκτη γήρανσης αυτοί των Καντάνου 31,2%, Μουσούρων 26,7%, Κρυονερίδας 24,3%, Γεωργιούπολης με 19,2% και, τέλος, Γαύδου με 21%.
Τέλος, στην κατηγορία όπου εντάσσονται δήμοι με περιφερειακά αστικά και περιαστικά κέντρα που έχουν τη μεγαλύτερη δυνατότητα συγκράτησης του πληθυσμού τους βρίσκονται οι δήμοι Πλατανιά 21,2%, Κισσάμου 18,6%, Πελεκάνου 18,3%, Σφακίων 16,9%, Θερίσου 12,1%, Χανίων 14,4%, Ελευθερίου Βενιζέλου, 10,5%, Νέας Κυδωνίας (Γαλατά) 10,4% Σούδας, 9,6% και τέλος Ακρωτηρίου με 7,8%, που είναι και ο λιγότερο γερασμένος δήμος της Κρήτης.
Αυξάνονται οι ηλικιωμένοι
Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης της Μαρί-Νοέλ Ντυκέν, αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, και της Σταματίνας Κακλαμάνη, επίκουρης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών, είναι ανησυχητικό σε επίπεδο Ελλάδας. Παρά τη θετική συμβολή των αλλοδαπών στο δημογραφικό δυναμισμό της Ελλάδας, το ειδικό βάρος των ηλικιωμένων αυξάνεται, τόσο στον αγροτικό όσο και στον αστικό χώρο. Η τάση γήρανσης του πληθυσμού - η αύξηση δηλαδή του ποσοστού των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό - συνεχίζεται απρόσκοπτα και στην Ελλάδα, όπως καταδεικνύει η μεγάλη αυτή έρευνα, που εξετάζει τις πρόσφατες πληθυσμιακές μεταβολές στη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου