Το ερώτημα δεν είναι το αν, αλλά το πότε...
Του James Meadway
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των τελευταίων εβδομάδων η παγκόσμια οικονομία βαδίζει προς μία ακόμα χρηματοοικονομική κρίση. Τα επίπεδα δανεισμού σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκονται σε υψηλότερα σημεία από το 2008, με τις φτωχές χώρες να κατέχουν τα πρωτεία. Ασφαλής δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον ούτε η Βρετανία όντας πλέον εκτεθειμένη σε επικίνδυνο βαθμό στις κρίσεις που σοβούν στον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα, τα δικά της εσωτερικά προβλήματα παραμένουν άλυτα.
Στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ με τον τίτλο World Economic Outlook, σκιαγραφείται μία ζοφερή εικόνα επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης. Ακόμα και οικονομολόγοι που θεωρούνται εκπρόσωποι του κατεστημένου όπως ο πρώην Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Λάρι Σάμερς, μιλούν σοβαρά για μία κατάσταση «secular stagnation», μία προσέγγιση που πρεσβεύει ότι οι αναπτυγμένες οικονομίες τελούν σήμερα σε καθεστώς μόνιμης ύφεσης.
Κατά το ΔΝΤ, η Ευρωζώνη αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, παράλληλα όμως διαπιστώνει επιβράδυνση της ανάπτυξης και σε χώρες όπως οι Βραζιλία και Ρωσία.
Τι είναι οι σκιώδεις τράπεζες
Σε πείσμα όλων των παραπάνω, οι αγορές τελούν σε ευφορία. Ο δείκτης Dow Jones των μετοχών στην αμερικανική αγορά έχει καταγράψει ιστορικά ρεκόρ μέσα στο 2014. Μεγάλη ανησυχία όμως προκαλεί η επέκταση του αποκαλούμενου «σκιώδους τραπεζικού συστήματος» όπως αναφέρεται στην έκθεση Global Financial Stability Report του ΔΝΤ. Το «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» περιγράφει ένα δαιδαλώδες πλέγμα συναλλαγών που δεν υπόκεινται σε κανονισμούς και δεν καταγράφονται σε ισολογισμούς. Στο σύνολό τους οι αφανείς αυτές δραστηριότητες μιμούνται φαινομενικά τη λειτουργία της συμβατικής τραπεζικής, επιτρέποντας για παράδειγμα τη χορήγηση δανείων και τις συναλλαγές διαφόρων αξιών, χωρίς όμως τη λειτουργία των συνήθων κανόνων που ισχύουν στις τραπεζικές συναλλαγές. Συχνά οι «σκιώδεις τράπεζες» έχουν έδρα διάφορους φορολογικούς παραδείσους.
Πριν ξεσπάσει η τελευταία κρίση, το σκιώδες τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ αναπτύχθηκε κατά 2,5 φορές περισσότερο σε σχέση με τις συμβατικές τράπεζες. Στη Βρετανία παρ’ ότι το σκιώδες τραπεζικό σύστημα είναι μικρότερης εμβέλειας από τις βρετανικές συμβατικές τράπεζες, η αξία του υπολογίζεται στο 400% περίπου του ΑΕΠ της χώρας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αξίες ύψους 70.000 δισ. δολαρίων βρίσκονται σε σκιώδεις τράπεζες (το μισό των παγκόσμιων αξιών που είναι τοποθετημένες σε τράπεζες).
Το πρόβλημα με τις σκιώδεις τράπεζες είναι ότι δεν υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο, ενώ αποτελούν ένα εξαιρετικά περίπλοκο και δαιδαλώδες σύστημα. Ένα σύστημα που παρουσιάζει σταθερή ανάπτυξη επειδή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως τράπεζες και hedge funds επιδιώκουν να αποφύγουν τον έλεγχο, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα υψηλές αποδόσεις στον μικρότερο δυνατό χρόνο. Μέχρι την κρίση του 2008-09 η σκιώδης τραπεζική χρησιμοποιούνταν από τις συμβατικές τράπεζες για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων και τη διαχείρισή τους στη συνέχεια. Αυτή η στενή σχέση με το συμβατικό τραπεζικό σύστημα είχε σαν αποτέλεσμα μαζί με την κατάρρευση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος με το ξέσπασμα της κρίσης, να παρασυρθεί και το υπόλοιπο χρηματοοικονομικό σύστημα.
Το σκιώδες τραπεζικό σύστημα έχει ανακάμψει έκτοτε, κυρίως χάρη στα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και την εφαρμογή πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο. Τα χαμηλά επιτόκια έχουν μειώσει τις αποδόσεις που λαμβάνουν οι επενδυτές, οδηγώντας τις αγορές σε αναζήτηση τοποθετήσεων με υψηλότερες αποδόσεις. Η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που προβλέπει την έκδοση νέου χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, έχει εξασφαλίσει στις ιδιωτικές τράπεζες τεράστιες ποσότητες ρευστού να το χειριστούν κατά το δοκούν. Παράλληλα, οι ελάχιστοι κανόνες που ισχύουν είναι μεγάλος πειρασμός για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αναζητούν συνεχώς νέα «παραθυράκια» στις συναλλαγές τους. Η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης και τα χαμηλά επιτόκια στόχο είχαν να ενθαρρύνουν την οικονομική δραστηριότητα στην πραγματική οικονομία. Οι κανονισμοί στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές στόχο έχουν να βάλουν φρένο στη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά. Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις σήμερα οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Την ίδια ώρα η προσπάθεια να αποπληρωθούν τα υπάρχοντα δάνεια αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, με το να παρεκκλίνει τη ροή του χρήματος από παραγωγικές χρήσεις όπως οι επενδύσεις.
Ανησυχία λόγω δανεισμού
Η φετινή Έκθεση της Γενεύης που εξέδωσε το Centre for Economic Policy Research αναδεικνύει μία γενικότερη ανησυχία. Από το 2008 το σύνολο του δανεισμού σε όλο τον κόσμο, σε σχέση με το παγκόσμιο ΑΕΠ, έχει αυξηθεί κατά 38 ποσοστιαίες μονάδες, στο 212% – εξαιρουμένου του χρέους των επιχειρήσεων του χρηματοοικονομικού τομέα, δηλαδή και του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Η δημιουργία δανεισμού έχει επιβραδυνθεί σε γενικές γραμμές στις οικονομίες με υψηλά εισοδήματα, όμως έχει πατήσει… γκάζι στις οικονομίες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με κορυφαία την Κίνα. Το εξωτερικό χρέος της Κίνας, αυτό δηλαδή που οφείλει σε πιστωτές εκτός Κίνας, έχει αυξηθεί κατά 50% τον τελευταίο χρόνο. Αλλά και άλλες μεγάλες χώρες που κατατάσσονται στην κατηγορία του μεσαίου εισοδήματος όπως η Τουρκία, παρουσιάζουν απότομο άλμα στο δανεισμό.
Με άλλα λόγια, στις χώρες με χαμηλό εισόδημα παρατηρείται μία επανάληψη όσων διαδραματίσθηκαν στις οικονομίες των υψηλών εισοδημάτων στη δεκαετία του 2000, με τη δημιουργία δανεισμού να αποτελεί κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Όμως, η δημιουργία δανεισμού δεν μπορεί να προπορευθεί της οικονομικής ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμη βάση εφόσον τα χρέη πρέπει να αποπληρωθούν, και μάλιστα με τόκο. Η οικονομική ανάπτυξη είναι αυτή που παρέχει τους επιπλέον πόρους που είναι αναγκαίοι για την αποπληρωμή των τόκων. Αν αυτή δεν υπάρχει, τότε το σύστημα καταρρέει όπως έγινε στις οικονομίες υψηλών εισοδημάτων το 2007-08, όταν το πλατύ φαινόμενο της αδυναμίας εξόφλησης χρεών «γονάτισε» την παγκόσμια οικονομία.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Βρετανίας έχει οικονομικές εκκρεμότητες που υπερβαίνουν το 1.300% του ΑΕΠ της χώρας. Είναι δε διεθνοποιημένο σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που το καθιστά ευάλωτο σε κινδύνους από όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, οι βρετανικές τράπεζες με κορυφαία την HSBC, έχουν χορηγήσει δάνεια στην Κίνα σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη ξένη τράπεζα. Μετά τις διασώσεις τραπεζών του 2008, έχει καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι αν κάτι πάει στραβά, το κόστος αυτών των ρίσκων θα καλύψει πάλι η κοινωνία και οι φορολογούμενοι.
Η κατάσταση θα σταθεροποιηθεί αν υπάρξει επάνοδος σε βιώσιμη ανάπτυξη, κάτι που όμως δεν θεωρείται πιθανό. Πιο πιθανή θεωρείται μία διαδικασία ουσιαστικής παραγραφής χρεών, προάγγελος της οποίας μπορεί να θεωρηθεί η πρόσφατη παραγραφή χρεών της Wonga (βρετανική εταιρία χορήγησης βραχυπρόθεσμων δανείων). Το κρίσιμο ζήτημα είναι πώς θα γίνει η διαχείριση αυτής της διαδικασίας ώστε να προστατευθεί η κοινωνία.
Πηγή – New Economic Foundation (13/10/2014)
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των τελευταίων εβδομάδων η παγκόσμια οικονομία βαδίζει προς μία ακόμα χρηματοοικονομική κρίση. Τα επίπεδα δανεισμού σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκονται σε υψηλότερα σημεία από το 2008, με τις φτωχές χώρες να κατέχουν τα πρωτεία. Ασφαλής δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον ούτε η Βρετανία όντας πλέον εκτεθειμένη σε επικίνδυνο βαθμό στις κρίσεις που σοβούν στον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα, τα δικά της εσωτερικά προβλήματα παραμένουν άλυτα.
Στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ με τον τίτλο World Economic Outlook, σκιαγραφείται μία ζοφερή εικόνα επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης. Ακόμα και οικονομολόγοι που θεωρούνται εκπρόσωποι του κατεστημένου όπως ο πρώην Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Λάρι Σάμερς, μιλούν σοβαρά για μία κατάσταση «secular stagnation», μία προσέγγιση που πρεσβεύει ότι οι αναπτυγμένες οικονομίες τελούν σήμερα σε καθεστώς μόνιμης ύφεσης.
Κατά το ΔΝΤ, η Ευρωζώνη αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, παράλληλα όμως διαπιστώνει επιβράδυνση της ανάπτυξης και σε χώρες όπως οι Βραζιλία και Ρωσία.
Τι είναι οι σκιώδεις τράπεζες
Σε πείσμα όλων των παραπάνω, οι αγορές τελούν σε ευφορία. Ο δείκτης Dow Jones των μετοχών στην αμερικανική αγορά έχει καταγράψει ιστορικά ρεκόρ μέσα στο 2014. Μεγάλη ανησυχία όμως προκαλεί η επέκταση του αποκαλούμενου «σκιώδους τραπεζικού συστήματος» όπως αναφέρεται στην έκθεση Global Financial Stability Report του ΔΝΤ. Το «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» περιγράφει ένα δαιδαλώδες πλέγμα συναλλαγών που δεν υπόκεινται σε κανονισμούς και δεν καταγράφονται σε ισολογισμούς. Στο σύνολό τους οι αφανείς αυτές δραστηριότητες μιμούνται φαινομενικά τη λειτουργία της συμβατικής τραπεζικής, επιτρέποντας για παράδειγμα τη χορήγηση δανείων και τις συναλλαγές διαφόρων αξιών, χωρίς όμως τη λειτουργία των συνήθων κανόνων που ισχύουν στις τραπεζικές συναλλαγές. Συχνά οι «σκιώδεις τράπεζες» έχουν έδρα διάφορους φορολογικούς παραδείσους.
Πριν ξεσπάσει η τελευταία κρίση, το σκιώδες τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ αναπτύχθηκε κατά 2,5 φορές περισσότερο σε σχέση με τις συμβατικές τράπεζες. Στη Βρετανία παρ’ ότι το σκιώδες τραπεζικό σύστημα είναι μικρότερης εμβέλειας από τις βρετανικές συμβατικές τράπεζες, η αξία του υπολογίζεται στο 400% περίπου του ΑΕΠ της χώρας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αξίες ύψους 70.000 δισ. δολαρίων βρίσκονται σε σκιώδεις τράπεζες (το μισό των παγκόσμιων αξιών που είναι τοποθετημένες σε τράπεζες).
Το πρόβλημα με τις σκιώδεις τράπεζες είναι ότι δεν υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο, ενώ αποτελούν ένα εξαιρετικά περίπλοκο και δαιδαλώδες σύστημα. Ένα σύστημα που παρουσιάζει σταθερή ανάπτυξη επειδή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως τράπεζες και hedge funds επιδιώκουν να αποφύγουν τον έλεγχο, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα υψηλές αποδόσεις στον μικρότερο δυνατό χρόνο. Μέχρι την κρίση του 2008-09 η σκιώδης τραπεζική χρησιμοποιούνταν από τις συμβατικές τράπεζες για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων και τη διαχείρισή τους στη συνέχεια. Αυτή η στενή σχέση με το συμβατικό τραπεζικό σύστημα είχε σαν αποτέλεσμα μαζί με την κατάρρευση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος με το ξέσπασμα της κρίσης, να παρασυρθεί και το υπόλοιπο χρηματοοικονομικό σύστημα.
Το σκιώδες τραπεζικό σύστημα έχει ανακάμψει έκτοτε, κυρίως χάρη στα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και την εφαρμογή πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο. Τα χαμηλά επιτόκια έχουν μειώσει τις αποδόσεις που λαμβάνουν οι επενδυτές, οδηγώντας τις αγορές σε αναζήτηση τοποθετήσεων με υψηλότερες αποδόσεις. Η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που προβλέπει την έκδοση νέου χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, έχει εξασφαλίσει στις ιδιωτικές τράπεζες τεράστιες ποσότητες ρευστού να το χειριστούν κατά το δοκούν. Παράλληλα, οι ελάχιστοι κανόνες που ισχύουν είναι μεγάλος πειρασμός για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αναζητούν συνεχώς νέα «παραθυράκια» στις συναλλαγές τους. Η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης και τα χαμηλά επιτόκια στόχο είχαν να ενθαρρύνουν την οικονομική δραστηριότητα στην πραγματική οικονομία. Οι κανονισμοί στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές στόχο έχουν να βάλουν φρένο στη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά. Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις σήμερα οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Την ίδια ώρα η προσπάθεια να αποπληρωθούν τα υπάρχοντα δάνεια αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, με το να παρεκκλίνει τη ροή του χρήματος από παραγωγικές χρήσεις όπως οι επενδύσεις.
Ανησυχία λόγω δανεισμού
Η φετινή Έκθεση της Γενεύης που εξέδωσε το Centre for Economic Policy Research αναδεικνύει μία γενικότερη ανησυχία. Από το 2008 το σύνολο του δανεισμού σε όλο τον κόσμο, σε σχέση με το παγκόσμιο ΑΕΠ, έχει αυξηθεί κατά 38 ποσοστιαίες μονάδες, στο 212% – εξαιρουμένου του χρέους των επιχειρήσεων του χρηματοοικονομικού τομέα, δηλαδή και του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Η δημιουργία δανεισμού έχει επιβραδυνθεί σε γενικές γραμμές στις οικονομίες με υψηλά εισοδήματα, όμως έχει πατήσει… γκάζι στις οικονομίες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με κορυφαία την Κίνα. Το εξωτερικό χρέος της Κίνας, αυτό δηλαδή που οφείλει σε πιστωτές εκτός Κίνας, έχει αυξηθεί κατά 50% τον τελευταίο χρόνο. Αλλά και άλλες μεγάλες χώρες που κατατάσσονται στην κατηγορία του μεσαίου εισοδήματος όπως η Τουρκία, παρουσιάζουν απότομο άλμα στο δανεισμό.
Με άλλα λόγια, στις χώρες με χαμηλό εισόδημα παρατηρείται μία επανάληψη όσων διαδραματίσθηκαν στις οικονομίες των υψηλών εισοδημάτων στη δεκαετία του 2000, με τη δημιουργία δανεισμού να αποτελεί κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Όμως, η δημιουργία δανεισμού δεν μπορεί να προπορευθεί της οικονομικής ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμη βάση εφόσον τα χρέη πρέπει να αποπληρωθούν, και μάλιστα με τόκο. Η οικονομική ανάπτυξη είναι αυτή που παρέχει τους επιπλέον πόρους που είναι αναγκαίοι για την αποπληρωμή των τόκων. Αν αυτή δεν υπάρχει, τότε το σύστημα καταρρέει όπως έγινε στις οικονομίες υψηλών εισοδημάτων το 2007-08, όταν το πλατύ φαινόμενο της αδυναμίας εξόφλησης χρεών «γονάτισε» την παγκόσμια οικονομία.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Βρετανίας έχει οικονομικές εκκρεμότητες που υπερβαίνουν το 1.300% του ΑΕΠ της χώρας. Είναι δε διεθνοποιημένο σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που το καθιστά ευάλωτο σε κινδύνους από όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, οι βρετανικές τράπεζες με κορυφαία την HSBC, έχουν χορηγήσει δάνεια στην Κίνα σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη ξένη τράπεζα. Μετά τις διασώσεις τραπεζών του 2008, έχει καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι αν κάτι πάει στραβά, το κόστος αυτών των ρίσκων θα καλύψει πάλι η κοινωνία και οι φορολογούμενοι.
Η κατάσταση θα σταθεροποιηθεί αν υπάρξει επάνοδος σε βιώσιμη ανάπτυξη, κάτι που όμως δεν θεωρείται πιθανό. Πιο πιθανή θεωρείται μία διαδικασία ουσιαστικής παραγραφής χρεών, προάγγελος της οποίας μπορεί να θεωρηθεί η πρόσφατη παραγραφή χρεών της Wonga (βρετανική εταιρία χορήγησης βραχυπρόθεσμων δανείων). Το κρίσιμο ζήτημα είναι πώς θα γίνει η διαχείριση αυτής της διαδικασίας ώστε να προστατευθεί η κοινωνία.
Πηγή – New Economic Foundation (13/10/2014)
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου