Από την κρίση του 1929, τα χρόνια του μεσοπολέμου και την, ιστορικά αποκαλυπτική, ομολογία του Ελ. Βενιζέλου: «Αυτά τα ελέγαμε χθές, ήσαν διά να έλθωμεν εις την εξουσίαν. Αυτά τα οποία λέγομεν σήμερον είναι διά να μείνωμεν εις την εξουσίαν», η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το τί άλλαξε μέχρι σήμερα, σε πολιτικό επίπεδο, είναι ένα σύνθετο και ασφαλώς δύσκολο -αν όχι ακατόρθωτο- εγχείρημα.
Αν και δεν υπάρχει (ιστορικά καταγεγραμμένος) λόγος να θεωρήσουμε ότι υπήρξε ποτέ κάποια περίοδος παραδειγματικής λειτουργίας των θεσμών, ωστόσο ένα ασφαλές συμπέρασμα είναι, πως η περίοδος εκείνη του μεσοπολέμου αποτέλεσε ένα κομβικό σημείο για την μετεξέλιξη της πολιτικής επικοινωνίας. Κατά πάσα πιθανότητα η σημερινή ποιότητα των προεκλογικών αντιπαραθέσεων, είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε εκατό χρόνια πριν. Οι προεκλογικοί κομματικοί αγώνες, εξελίχθηκαν σταδιακά σε ένα παράλογο υπερθέαμα αποθέωσης της υποκρισίας και των σκοπιμοτήτων. Σήμερα εν αναμονή των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015, στήνεται μια πανελλήνια αγορά μικρών και μεγάλων συναλλαγών και συμφερόντων.
Ο Έλληνας ψηφοφόρος θα διανύσει μερικές προβληματισμένες εβδομάδες με την (ομολογουμένως φθίνουσα) ψευδαίσθηση ότι θα εκφράσει την ελεύθερη βούλησή του για τη μελλοντική διακυβέρνηση. Θα κληθεί να εκλέξει παλιούς ή νέους πολιτικούς, πάντα περιχαρακωμένους στον εναλλασσόμενο κομματικό τους περίβολο. Τα κόμματα έχουν άλλωστε, εδώ και χρόνια, εγκαταστήσει και/ή προσπαθούν να εδραιώσουν-ενδυναμώσουν ένα πελατειακό σύστημα με άξονα οικονομικούς μεγαλοπαράγοντες, την κεντρική διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση. Μέσω αυτού του συστήματος, συντίθεται μια γενικευμένη εικόνα διεφθαρμένης κοινωνίας, την οποία κάποιοι αφελώς θεωρούν ή δολίως προσπαθούν να παρουσιάσουν (ΜΜΕ, πολιτικοί, οικονομικοί παράγοντες, κλπ.) ως πραγματική και αντιπροσωπευτική. Αντιθέτως, αυτή είναι μια παράλογη, μη αντιπροσωπευτική, μειοψηφική, στρεβλή και προσβλητική, για την ίδια την κοινωνία, εικόνα.
Ίσως ο ψηφοφόρος να περιμένει -για μια ακόμη, πιθανόν ύστατη φορά- από τους πολιτικούς αντιπροσώπους του, να σεβαστούν τις απόψεις και τους στόχους του (που όμως δεν τους ξέρουν), να τιμήσουν ή να διαπραγματευτούν τις θυσίες του (που όμως δεν τις έχουν βιώσει), να χρονιστούν και να συντονιστούν, εν τέλει, με τον παλμό ενός λαού (που κατά βάση τους είναι άγνωστος). Ακόμη και τα λεγόμενα μέτρα ανακούφισης, για τις δοκιμαζόμενες και ευπαθείς ομάδες της κοινωνίας, είναι αδύνατο να αποφασιστούν αλλά και να καθοριστούν μέσα από το παραπάνω χυδαίο σύστημα πελατείας και άγνοιας.
Ούτως ή άλλως ο πολίτης, με την αποδοχή αυτού του παραλογισμού, στερείται της ελευθερίας του, καθώς και της δυνατότητας να ορίσει (και επομένως να αξιολογήσει) αυτόνομα τις απόψεις, τους στόχους και τις θυσίες του (συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων και των προσωπικών ευθυνών που τον οδήγησαν σε αυτές). Κατά συνέπεια, παραμένει δέσμιος αυτού του ασυνάρτητου μηχανισμού που τον ετεροκαθορίζει, τον χειρίζεται και να τον καθοδηγεί στο εκλέγειν.
Το αποτέλεσμα είναι να παρακολουθούμε -αυτό που αποφασίζεται για τον καθένα μας και ταυτοχρόνως για όλους τους άλλους- σαν μεταφυσικοί παρατηρητές ενός παραδόξου που έχει οδηγήσει σε μια ατελέσφορη συγκρουσιακή σύγχυση, ανάμεσα στο ατομικό- μειοψηφικό και στο συλλογικό συμφέρον.
Σε ό,τι αφορά στο συλλογικό συμφέρον, αξίζει κανείς να αναλογιστεί πως το τεράστιο δημόσιο χρέος είναι, ουσιωδώς, το αποτέλεσμα μιας πολιτικής σε πλήρη αντίθεση με την συλλογική βούληση. Ειδικά και κυρίως σε αντίθεση με τη βούληση των νεότερων γενιών, στους ώμους των οποίων αδίκως μεταφορτώνεται αυτό το υπέρογκο χρεωστικό βάρος.
Η συσσώρευση τεράστιων ποσών δημόσιου χρέους λειτουργεί και είναι στην πραγματικότητα στενά συνδεδεμένη με τις -όλο και πιο παγκοσμιοποιημένες- στρατηγικές επιλογές των πολιτικών κομμάτων. Αρκεί μια προσεκτική παρατήρηση, για να αντιληφθεί κανείς πως όσο μεγαλύτερη είναι η πόλωση μεταξύ των διαφόρων κομμάτων (συνασπισμών και μη), τόσο μεγαλύτερη είναι η τάση για αύξηση του χρέους. Αντίστοιχα όσο μικρότερη είναι η διάρκεια της μέσης θητείας μιας κυβέρνησης, τόση μεγαλύτερη η τάση της να δανειστεί. Και ασφαλώς όσο πιο πιθανό είναι μια κυβέρνηση να χάσει τις επόμενες εκλογές, τόσο μεγαλύτερη είναι η ροπή της να αυξήσει το χρέος.
Στα πλαίσια της προεκλογικής ψηφοθηρίας, έχει ήδη αρχίσει να τίθεται σε εφαρμογή ο πολλάκις δοκιμασμένος και άκρως αποδοτικός μηχανισμός της κομματικής μάχης. Έτσι όταν χρειαστεί θα κατασκευαστεί η λογική του συνενώνω και διαιρώ ταυτόχρονα τους πολίτες χρησιμοποιώντας και/ή δημιουργώντας στοιχεία όπως η μαζική κουλτούρα και η οπαδοποίηση. Σαφέστατα μέσα από τον διάχυτο λαϊκισμό, το συσχετισμό δυνάμεων και τις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις (με κυρίαρχη την αποφυγή των απαντήσεων) είναι -εάν όχι αδύνατο- εξαιρετικά δύσκολο να εκφραστούν συλλογικά ωφέλιμες και ορθολογικές θέσεις. Πολύ περισσότερο οδηγεί σε έναν γενικό αποπροσανατολισμό και παθητικοποίηση του κοινού, με απώτερη συνέπεια την αποπολιτικοποίησή του (που είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη διαιώνιση του ίδιου του μηχανισμού). Στην πραγματικότητα, ο αγωνιώδης στόχος αυτής της σύγκρουσης μερικών εκατοντάδων επαγγελματιών πολιτικών και των συνεργατών τους, δεν είναι παρά η διατήρηση (κατάληψη- ανακατάληψη) της εξουσίας, με τα οικονομικά και άλλα προνόμια που τη συνοδεύουν.
Τα κομματικά επιτελεία θα δώσουν τιμή εκκίνησης και στη συνέχεια τιμή πώλησης του εμπορικού προϊόντος που ονομάζουν πολιτική. Δεν θα διστάσουν να ευτελίσουν μια ιδέα ή ένα όραμα. Θα καθορίσουν το κόστος αγαθών (κοινωνικών, πολιτικών και ανθρωπιστικών) των οποίων η αξία είναι ανεκτίμητη.
Ως διαφημιστικές επιχειρήσεις με στόχο τον ψηφοφόρο-καταναλωτή, θα ζητήσουν πίστη από τον πολίτη ώστε να απολαύουν της συγκατάθεσής του.
Θα επιμείνουν στην μέθοδο της ύβρεως και της υποτίμησης, εκβιάζοντας, τρομοκρατώντας, κινδυνολογώντας. Θα παραπλανήσουν, θα ωραιοποιήσουν, θα κολακέψουν, θα μεταθέσουν στο άγνωστο μέλλον τις λύσεις. Θα θεσμοθετήσουν και θα νομιμοποιήσουν ξανά την υποκρισία, την συγκάλυψη και την προγραμματική ασυνέπεια. Κατ' ουσία η τελική επιλογή θα γίνει από τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα (εγχώρια και μη), από τους κομματικούς μηχανισμούς, και βεβαίως από τα διεφθαρμένα ΜΜΕ. Συνεπώς για το εδραιωμένο σύστημα εξουσίας και κυρίως για τους λίγους κερδισμένους, η πολυπόθητησταθερότητα του αμετάβλητου θα επικρατήσει για μια ακόμη φορά, στηριζόμενη σε εναλλασσόμενες μνημονιακές και αντιμνημονιακές ρητορείες.
Ασφαλώς, καθένας μας δεν μπορεί παρά να παρακολουθεί και οφείλει να δείχνει καλή προαίρεση, ειλικρινές ενδιαφέρον μαζί με δυναμική ετοιμότητα για καθετί νέο (εγχώριο ή εξωχώριο) -από οποιονδήποτε σχηματισμό- το οποίο γεννά την προσδοκία, ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βήμα -έστω και δειλής ριζοσπαστικότητας- προς το αίτημα των πολιτών για περισσότερη άμεση συμμετοχή στην εξουσία, δίχως εκπτωτικές λογικές, που καταλήγουν ξανά στην εύκολη κατάληψη της εξουσίας από αριθμητικά ελάχιστους (νεοεμφανιζόμενους και μη). Όπως εξάλλου μας θυμίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης…
«Η συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι που δημιουργείται. Μπορούμε απλώς να διαπιστώσουμε ότι, όταν απουσιάζει μια τέτοια δημιουργία, τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασης διατηρούνται ή αλλάζουν μόνο μορφή»
Επί του παρόντος, ωστόσο, κάπως έτσι -σε αυτές τις εκλογές- ο ψηφοφόρος θα πορευτεί ανάμεσα σε έναν Σλάβοϊ Ζίζεκ να τον ενημερώνει «διαφωτιστικά» ότι, «η σκέψη για επανάσταση χωρίς Κόμμα, είναι επανάσταση χωρίς επανάσταση» και σε ένα φάντασμα του Μίλτον Φρίντμαν να τον προειδοποιεί απειλητικά ότι, «Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα».
Η κοινωνιολογία φυσικά μπορεί να διδάσκει ότι ουσιαστικές δομικές αλλαγές σε περιόδους ύφεσης, είναι αδύνατον να γίνουν, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κανείς οφείλει να την πιστέψει και πολύ περισσότερο να σταματήσει την προσπάθειά του, ώστε να την διαψεύσει χωρίς απαραιτήτως να την απορρίψει.
Στη γλώσσα της συλλογικότητας όπου το συντακτικό είναι η ανθρωπιά, το όραμα της πραγματικής Δημοκρατίας με την πολιτική στα χέρια των πολιτών είναι επαναστατικά ζωντανό, ενώ αναγεννάται, εκτός των άλλων, από την επίγνωση του ότι, το δικαίωμα στην απόφαση - για το εάν το γεύμα θα είναι δωρεάν ή όχι - το έχουν μόνο οι ίδιοι οι λαοί.
Γιώργος Κουτσαντώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου