Ο Θωμάς ο Ακινάτης γεννήθηκε το 1225 στο Άκινο της Νότιας Ιταλίας και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους του χιλιόχρονου Μεσαίωνα, επαναφέροντας στο προσκήνιο την ιδέα της Λογικής, η οποία είχε χαθεί.
Ο Ακινάτης αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών,
αλλά και τον σημαντικότερο θεολόγο της καθολικής εκκλησίας. Γεννήθηκε στο δεύτερο μέρος του Μεσαίωνα σε μία εποχή που στην Ευρώπη κυριαρχούσε απόλυτα ο Χριστιανισμός. Όλες οι συνήθειες και οι αντιλήψεις των ανθρώπων καθορίζονταν από τον Χριστιανισμό και έτσι οι φιλόσοφοι ασχολούνταν αποκλειστικά μαζί του. Η μεταφυσική του «είναι» της αρχαίας φιλοσοφίας, είχε πια γίνει μεταφυσική του Θεού. Οι άνθρωποι του Μεσαίωνα μελετούσαν τι είναι η Αλήθεια, όχι με βάση την λογική όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά με βάση την πίστη και αυτός ο τρόπος αντίληψης κυριάρχησε για 1000 ολόκληρα χρόνια, ώσπου ο Ακινάτης εμφανίστηκε και έδωσε στην λογική το κύρος που κάποτε είχε. Το έκανε μάλιστα τόσο πετυχημένα που λίγο αργότερα (το 1879) ο ίδιος ο Πάπας τον ανακήρυξε ως επίσημο φιλόσοφο των καθολικών.
Η Καθολική εκκλησία ονόμασε τον Ακινάτη παγκόσμιο και αγγελικό δάσκαλο (Doctor Angelicus- Universalis) και το έργο του έτσι κατάφερε να αποτελέσει την βάση της παρόλο που όσο ζούσε η διδασκαλία του είχε καταδικαστεί από τον επίσκοπο Ταμπιέ (τον οποίο όπως φαίνεται τον έκρινε η ιστορία-μάλλον αρνητικά). Η οικογένεια του Θωμά ήταν αριστοκρατική, περνώντας το πιο σημαντικό μέρος της ζωής του στο Παρίσι όπου σπούδασε και δίδαξε στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Έζησε εκεί από το 1225 έως το 1274 και από νεαρή ηλικία τον απασχόλησε έντονα το ζήτημα του Θεού. Αυτό τον οδήγησε στο να γίνει μοναχός και να ακολουθήσει το τάγμα των Δομινικανών (περιπλανώμενοι κυρρητές ενάντια των αιρέσεων) . Δεν έζησε όμως για πολύ καιρό κλεισμένος σε κάποιο μοναστήρι, αντίθετα βρισκόταν σε κίνηση στον έξω κόσμο και στα Πανεπιστήμια. Τα κείμενά του είχαν φιλοσοφικό και θρησκευτικό χαρακτήρα και ήταν επηρεασμένα από ρεύματα σκέψης όπως ο Νεοπλατωνισμός και την διδασκαλία του Αυγουστίνου. Εν τέλει ο Ακινάτης δημιούργησε μια φιλοσοφία που συνδύαζε την διδασκαλία του Χριστού και την φιλοσοφία του Αριστοτέλη, με τον οποίο είχε πραγματικά –θετική- εμμονή. Δεν επηρεάστηκε απλώς από αυτόν, αλλά στην πραγματικότητα ήταν εκείνος που επανέφερε τον Αριστοτέλη στον προσκήνιο έπειτα από αιώνες που είχε μείνει «ξεχασμένος», καθώς ο Αριστοτέλης ήταν ο δημιουργός της Λογικής και έτσι η σκέψη του ήταν απαραίτητη στον Ακινάτη που προσπαθούσε να αποδείξει την σπουδαιότητά της.
Την εποχή που έζησε ο φιλόσοφος, η σχέση μεταξύ Πίστης και Λογικής δεν ήταν και τόσο αρμονική. Όσοι ακολουθούσαν το δόγμα της Εκκλησίας πίστευαν πως η πίστη μπορεί να αποκαλύψει την αλήθεια, ενώ αντίθετα όσοι ασπάζονταν ένα πιο ελεύθερο δόγμα, πίστευαν πως τον ρόλο αυτόν τον έχει αποκλειστικά η λογική και η κόντρα αυτή αποτελούσε ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της εποχής. Ο Ακινάτης ήταν από τους λίγους της περιόδου που πίστευε πως δεν υπάρχει πραγματική αντίφαση μεταξύ των δύο (πίστης και λογικής) και ότι μπορεί ο καθένας να φτάσει στην αλήθεια και με τα δύο. Μάλιστα ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως και η θεολογία διακατέχεται από κανόνες λογικής, ότι δηλαδή αποτελεί και εκείνη μια επιστήμη. Η τάση του να αναδείξει την λογική τον έκανε να στραφεί στον Αριστοτέλη, τον δημιουργό της Λογικής, τον οποίο θεωρούσε τον κορυφαίο φιλόσοφο όλων των εποχών, μολονότι οι υπόλοιποι καθολικοί της εποχής πίστευαν πως ο Αριστοτέλης έπρεπε να καεί στην κόλαση γιατί δεν ήταν Χριστιανός. Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος ήταν ξεχασμένος και ανεπιθύμητος τότε (persona non grata), πάραυτα ο Ακινάτης πάντρεψε την φιλοσοφία του με τον Χριστιανισμό με τόση επιτυχία, ώστε και το έργο του Αριστοτέλη διέσωσε και τον Χριστιανισμό προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Ο Θωμάς έφερε την μεγαλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ πίστης και λογικής δείχνοντας έτσι ότι μόνο όταν και οι δύο συνυπάρχουν μπορεί να έρθει γνώση και αρμονία στον άνθρωπο, και είχε δίκιο. Η τυφλή πίστη φέρνει θρησκοληψία, δογματισμό και απολυταρχία, αλλά και η απόλυτη κυριαρχία της λογικής μπορεί να τυφλώσει γιατί δεν είναι δύσκολο να χαθεί κανείς όταν στηρίζεται αποκλειστικά στην λογική του.
Το ερώτημα γύρω από το οποίο ο Ακινάτης αναρωτιόταν όλη του την ζωή, ήταν αν πράγματι υπάρχει ο Θεός ή όχι (αν και ως καθολικός καλόγερος κατέληξε στο ότι υπάρχει). Το σπουδαιότερο έργο του με το οποίο ασχολήθηκε με το παραπάνω ερώτημα ονομάζεται «Θεολογική Σούμα» ή αλλιώς «Summa Theologika» και είναι ένα τεράστιο σε σημασία και έκταση κείμενο που συνοψίζει όλη την χριστιανική ηθική. Εκεί τίθενται ως λογικά ερωτήματα όλες οι δογματικές θέσεις του χριστιανισμού, όπως π.χ.: «Είναι αυτονόητο η ύπαρξη του Θεού;», «Μπορεί να αποδειχθεί λογικά;», «Είναι κάθε ον αγαθό;» κ.λπ. Σε κάθε τέτοιο ερώτημα ο Ακινάτης δίνει μια απάντηση ξεκινώντας από μια θέση αντίθετη με εκείνη της Εκκλησίας, δηλαδή στο ερώτημα αν υπάρχει Θεός, ξεκινά με την υπόθεση ότι δεν υπάρχει Θεός, έτσι ώστε να ανταπαντήσει στα επιχειρήματα και στον τρόπο σκέψης των αντιπάλων του. Σε αυτήν την τεχνική βασίζεται όλη η παράδοση της λεγόμενης Σχολαστικής Φιλοσοφίας με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Ακινάτη. Ακόμη, ο φιλόσοφός μας αποτύπωσε 5 λογικά επιχειρήματα για να αποδείξει ότι ο Θεός υπάρχει, τα οποία προκάλεσαν τόσο μεγάλη αίσθηση που οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι τα συζητάν επίμονα μέχρι στις μέρες μας. Πρώτη απόδειξη είναι η «Κίνηση», καθώς κάθε τι που κινείται μέσα στο σύμπαν, τέθηκε σε κίνηση από κάτι άλλο που κινείται και πάει λέγοντας. Το επιχείρημα είναι πως πρέπει να υπάρχει μια πρώτη κίνηση που έδωσε την αρχή και αυτή είναι ο Θεός (σκέψη την οποία εμπνεύστηκε-δανείστηκε από τον Αριστοτέλη). Δεύτερη απόδειξη είναι το επιχείρημα της «Πρώτης-Αιτίας», κατά το οποίο το κάθε ον που έχει δημιουργηθεί πρέπει να έχει δημιουργηθεί από κάτι άλλο, διότι τίποτα δεν δημιουργεί από μόνο του τον εαυτό του, άρα ο Θεός μόνο θα μπορούσε να δημιουργήσει τον εαυτό του και να δώσει την αρχή για τις επόμενες γεννήσεις. Τρίτη απόδειξη είναι ο «Σχεδιασμός» και υποστηρίζει πως όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν προκειμένου ο κόσμος να συνεχίσει να υπάρχει (π.χ. ο κόσμος θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς το κινητό τηλέφωνο ή το αυτοκίνητο, ακόμα και χωρίς την Γη), αλλά χρειάζεται κάτι που είναι αναγκαίο για να συνεχίσει να υπάρχει και αυτό, λέει ο Ακινάτης, είναι ο Θεός. Το τέταρτο επιχείρημα είναι το «Καλό-Κακό» και λέει πώς εφόσον κάποιο πράγμα το βλέπουμε ως καλό ή κακό, το βλέπουμε σε σύγκριση με κάτι άλλο γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να κρίνουμε αν είναι καλό ή κακό και άρα θα πρέπει να υπάρχει ένα απόλυτο μέτρο σύγκρισης του τι είναι καλό, δηλαδή ο Θεός. Τέλος, είναι το κριτήριο του «Σκοπού», όπου εφόσον κάθε τι στο σύμπαν λειτουργεί έχοντας έναν σκοπό, χρειάζεται μια ανώτερη οντότητα που να ελέγχει το γενικότερο «πλάνο», ο οποίος είναι ο Θεός.
Μια ακόμα περίφημη διάκριση που μας άφησε ο Ακινάτης είναι εκείνη μεταξύ «ύπαρξης» και «ουσίας» ενός όντος, η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά ζητήματα. Ειδικότερα, εδώ ο φιλόσοφος έψαχνε την απάντηση στο ερώτημα «Τι δικαιούμαστε να θεωρούμε αληθινό και τι όχι;» και υποστήριξε κάτι που ίσως ακουστεί παράδοξο. Είπε πως ένα συγκεκριμένο ον, όπως μια καρέκλα ή ένας άνθρωπος, μολονότι μπορεί να μην υπάρχει (δηλαδή να μην μπορούμε να το δούμε ή να το πιάσουμε), μπορεί όμως να έχει «ουσία». Για παράδειγμα μπορεί ένας άνθρωπος να μην υπάρχει, αλλά να υφίσταται στον νου μας και να μιλάμε γι αυτόν (π.χ. ο ήρωας ενός βιβλίου ή ένας ιδεατός τύπος ανθρώπου που οραματιζόμαστε). Επομένως κάποιο ον μπορεί να έχει «ουσία», αλλά να μην έχει «ύπαρξη». Μόνο στον Θεό δεν υπάρχει διαχωρισμός «ουσίας» και «ύπαρξης», καθώς πάντα ταυτίζονται σε Αυτόν.
Μια συγκεκριμένη φράση των καθολικών, φτάνει για να αποδειχθεί η μεγαλοσύνη και η σημαντικότητα του αιωνίου φιλοσοφικού-θρησκευτικού προτύπου των καθολικών, Θωμά Ακινάτη: «…ο μόνος που γνωρίζει καλύτερα από τον Ακινάτη την Χριστιανοσύνη… είναι ο ίδιος ο Χριστός…».
Γεώργιος Παρασίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου