Η απόφαση δεν πρέπει να είναι σε καμία περίπτωση δική μας, αλλά της Γερμανίας, ως λογικό επακόλουθο των δικών της τρομακτικών λαθών – ένεκα των οποίων η χώρα μας αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της, έχοντας καταστραφεί
Δεν ανήκω στους ψηφοφόρους της κυβέρνησης, επειδή θεωρώ πως η φιλελεύθερη ιδεολογία εγγυάται καλύτερα την ευημερία μίας χώρας. Η αξιωματική αντιπολίτευση βέβαια πιστεύει σε κάτι εντελώς διαφορετικό, έχοντας προσχωρήσει στις τάξεις του νεοφιλελευθερισμού – ο οποίος έχει δυστυχώς «αμαυρώσει» την ελεύθερη οικονομία, με στόχο να μετατρέψει τους ανθρώπους, μέσω της παγίδας του χρέους και των τόκων, σε σκλάβους μίας μικρής ελίτ, μετά από την ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Περαιτέρω έχω την άποψη πως η κυβέρνηση κάνει πάρα πολλά λάθη στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές της χώρας, ακολουθώντας μία αντίθετη στρατηγική, από αυτή που θα έπρεπε. Με απλά λόγια, αντί να έχει μία και μοναδική απαίτηση, τη διαγραφή μέρους του χρέους, αποδεχόμενη όλα τα υπόλοιπα και ειδικά τη μείωση των δαπανών (για τα καταστροφικά αποτελέσματα τυχόν αύξησης των φόρων έχει απόλυτο δίκιο), ζητάει όλα τα υπόλοιπα, χωρίς να επιμένει στη διαγραφή χρέους – γεγονός που σημαίνει ότι, ακόμη και αν οι δανειστές συμφωνούσαν, μετά από μερικούς μήνες η χώρα θα ήταν στην ίδια ακριβώς απελπιστική κατάσταση.
Από την άλλη πλευρά, ενώ έχει δίκιο στο θέμα του αριθμού των υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα, οι οποίοι στο 7,9% του εργατικού δυναμικού είναι πολύ λιγότεροι από το μέσο του ΟΟΣΑ (γράφημα), έχει άδικο όσον αφορά τον ευρύτερο δημόσιο τομέα – ο οποίος απασχολεί υπεράριθμο προσωπικό, λόγω των πολλών κρατικών επιχειρήσεων που έχει η Ελλάδα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη.
Περαιτέρω έχω την άποψη πως η κυβέρνηση κάνει πάρα πολλά λάθη στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές της χώρας, ακολουθώντας μία αντίθετη στρατηγική, από αυτή που θα έπρεπε. Με απλά λόγια, αντί να έχει μία και μοναδική απαίτηση, τη διαγραφή μέρους του χρέους, αποδεχόμενη όλα τα υπόλοιπα και ειδικά τη μείωση των δαπανών (για τα καταστροφικά αποτελέσματα τυχόν αύξησης των φόρων έχει απόλυτο δίκιο), ζητάει όλα τα υπόλοιπα, χωρίς να επιμένει στη διαγραφή χρέους – γεγονός που σημαίνει ότι, ακόμη και αν οι δανειστές συμφωνούσαν, μετά από μερικούς μήνες η χώρα θα ήταν στην ίδια ακριβώς απελπιστική κατάσταση.
Από την άλλη πλευρά, ενώ έχει δίκιο στο θέμα του αριθμού των υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα, οι οποίοι στο 7,9% του εργατικού δυναμικού είναι πολύ λιγότεροι από το μέσο του ΟΟΣΑ (γράφημα), έχει άδικο όσον αφορά τον ευρύτερο δημόσιο τομέα – ο οποίος απασχολεί υπεράριθμο προσωπικό, λόγω των πολλών κρατικών επιχειρήσεων που έχει η Ελλάδα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη.
Παρά το ότι όμως η λύση είναι οι αποκρατικοποιήσεις όλων των δημοσίων εταιρειών και όχι η μείωση του αριθμού ή των μισθών των υπαλλήλων (με εξαίρεση τις κοινωφελείς, τις στρατηγικές, καθώς επίσης τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις του κράτους), η κυβέρνηση δεν θέλει να ιδιωτικοποιήσει τίποτα – ενώ θα έπρεπε να τονίσει ότι, συμφωνεί με τις αποκρατικοποιήσεις, αλλά όχι με τις τιμές που έχουν διαμορφωθεί σήμερα, λόγω της κρίσης.
Εν τούτοις, είμαι σίγουρος πως ακόμη και αν η κυβέρνηση ακολουθούσε το σωστό δρόμο ή συμβιβαζόταν με όλα όσα απαιτεί η Τρόικα, δεν θα κατάφερνε τίποτα – ενώ οι απαιτήσεις θα αυξάνονταν κάθε φορά. Πιστεύω επίσης πως δεν είναι σε θέση να διαπραγματευθεί με χώρες τόσο έμπειρες στην αποικιοκρατία (άρθρο), αμείλικτες και αιμοβόρες – όπως η Γερμανία και ειδικά ο υπουργός οικονομικών της, ο οποίος δεν δίστασε να «ληστέψει» τους ίδιους τους πατριώτες του στην Ανατολική Γερμανία, χωρίς τον παραμικρό ηθικό ενδοιασμό.
Ως εκ τούτου, η μοναδική της δυνατότητα δεν είναι άλλη από το να μην επιτρέψει στη Γερμανία νααποστασιοποιηθεί, όσον αφορά το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας – τονίζοντας ξανά και ξανά πως η Γερμανία είναι στην πραγματικότητα ο ανένδοτος δανειστής, χρησιμοποιώντας όλους τους υπολοίπους Ευρωπαίους, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, ως πιόνια για να πετύχει το στόχο της (ανάλυση).
Ο πρόεδρος της Κομισιόν δε είναι ίσως ο μοναδικός που το γνωρίζει, θέλοντας πραγματικά να βοηθήσει την Ελλάδα – χωρίς όμως δυστυχώς να μπορεί να επιβάλλει τη λύση, αφού η θέση του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καγκελάριο. Πιστεύει επίσης, σωστά κατά την άποψη μου, πως τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, αφενός μεν θα οδηγούσε τη χώρα μας στο χάος, αφετέρου θα ήταν η αρχή του τέλους της νομισματικής ένωσης – ενώ δεν θα ήταν απίθανο να οδηγηθεί ξανά η ήπειρος μας από τη Γερμανία σε μία τρίτη μεγάλη περιπέτεια, η οποία θα ήταν ίσως η τελευταία της.
Άλλωστε φαίνεται από τις δηλώσεις του, όπως η παρακάτω: «Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας γνωρίζει πως η κατάσταση κορυφώνεται. Του το έχω εξηγήσει με όλα τα χρώματα και σε όλες τις γλώσσες. Αμύνομαι από πολλούς μήνες εναντίον ενός δήθεν εύκολου δρόμου, τον οποίο χαρακτηρίζει κανείς ως GREXIT. Εάν η Ελλάδα αποχωρούσε από την Ευρωζώνη, η ΕΕ δεν θα ήταν πλέον ποτέ η ίδια – επειδή θα υπήρχε τότε η απόδειξη, σύμφωνα με την οποία η ένταξη μίας χώρας στην Ευρωζώνη δεν θα ήταν πια αμετάκλητη«.
Η Γερμανία βέβαια, υποκινούμενη κυρίως από τον αμείλικτο κ. Σόιμπλε, ακολουθεί τη δική της αλαζονική τακτική (ανάλυση) – σύμφωνα με την οποία είτε η κυβέρνηση θα πέσει στα γόνατα εκλιπαρώντας τη σωτηρία της χώρας άνευ όρων, αλλάζοντας εντελώς τις πολιτικές πεποιθήσεις της, είτε η Ελλάδα θα αποτελέσει ένα τρομακτικό παράδειγμα προς αποφυγή για όλους όσους θα ήθελαν να αμφισβητήσουν την ηγεμονία της.
Παρά το ότι γνωρίζει δε πως βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού (άρθρο), έχω την άποψη πως δεν θα υποχωρήσει ούτε στο ελάχιστο – πόσο μάλλον όταν έχει χειραγωγήσει ολόκληρο το λαό της, μέσω των διατεταγμένων ΜΜΕ που διαθέτει, ενοχοποιώντας τους Έλληνες για τα πάντα, με αποτέλεσμα να τάσσονται πλειοψηφικά υπέρ της εξόδου μας από την Ευρωζώνη. Δεν πρόκειται φυσικά για μία ιδιαίτερη επιτυχία, αφού ένας λαός που έδωσε δημοκρατικά την πλειοψηφία στο Χίτλερ κάποτε, δεν είναι καθόλου δύσκολο να χειραγωγηθεί – κάτι που γνωρίζει ασφαλώς καλύτερα από τον καθένα μας η σημερινή πρωσική ηγεσία του.
Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, ο χρόνος τελειώνει για την Ελλάδα – ενώ η απίστευτα ερασιτεχνική κυβέρνηση μας δεν βρίσκεται δυστυχώς αντιμέτωπη με ένα δίλημμα που είναι εύκολο να επιλυθεί.
Οι νέοι φόροι που απαιτούν οι δανειστές θα σήμαιναν αυτόματα παγίωση της ύφεσης, οπότε θα οδηγούσαν στη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, καθώς επίσης σε ένα «εσαεί προτεκτοράτο» της Γερμανίας. Η άρνηση τους θα υποχρέωνε την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, ακολουθώντας ακριβώς τα ίχνη της Αργεντινής – μία συμβουλή που δεν θα μπορούσε να δώσει ποτέ κανείς στην κυβέρνηση.
Τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνουμε; Πώς οφείλουμε να ενεργήσουμε; Απλούστατα, να σταθούμε στο πλευρό της ελληνικής κυβέρνησης όλοι μαζί, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, επιβαρύνοντας με την όποια απόφαση τη Γερμανία - αποφεύγοντας φυσικά τις «εμπρηστικές» δηλώσεις, ιδιαίτερα εναντίον των άλλων κρατών της Ευρωζώνης (δυστυχώς ο πρωθυπουργός έκανε το τεράστιο λάθος να αναφερθεί στους κινδύνους χρεοκοπίας της Ιταλίας).
Η θέση μας δε πρέπει να είναι μία και μοναδική: η εξασφάλιση μίας μακροπρόθεσμα βιώσιμης λύσης για τη χώρα μας, εκ μέρους αυτών που κατέστρεψαν τεκμηριωμένα την οικονομία της, με τα εντελώς αποτυχημένα προγράμματα που μας επέβαλλαν (ανάλυση). Εάν τώρα η λύση αυτή εξασφαλίζει την εξυπηρέτηση των χρεών μας, τουλάχιστον το 70% των οποίων προέρχεται από τους τόκους, χωρίς να είναι εις βάρος της ανάπτυξης και του πληθυσμού, τότε πρέπει να την αποδεχθούμε.
Εάν όχι, τότε είναι προτιμότερο «να πιούμε το πικρό ποτήρι της χρεοκοπίας», παραμένοντας φυσικά εντός της Ευρωζώνης, καλύτερα σήμερα παρά αύριο – όπου η θέση μας θα είναι κατά πολύ χειρότερη από την παρούσα. Την απόφαση όμως δεν πρέπει να την πάρουμε εμείς σε καμία περίπτωση, αλλά η Γερμανία – η χώρα που απομυζεί αδιάντροπα τους εταίρους της, παράγοντας πλεονάσματα πάνω από 200 δις € ετησίως εις βάρος τους, αρνούμενη όμως να συμφωνήσει σε μία διαγραφή χρέους που θα ήταν μικρότερη από τα πλεονάσματα της ενός έτους, την οποία ασφαλώς δικαιούμαστε (ανάλυση).
Στα πλαίσια αυτά, τα περί ρήξης που ακούγονται από μία πλευρά της κυβέρνησης είναι εντελώς ανόητα και ανεύθυνα απέναντι στους Έλληνες Πολίτες – οι οποίοι εξέλεξαν την κυβέρνηση επειδή τους έπεισε προεκλογικά πως μπορεί να διαπραγματευθεί καλύτερα, κυρίως δε να επιτύχει τη διαγραφή μέρους του χρέους, υπεξαιρώντας έτσι την ψήφο τους.
Η απόφαση λοιπόν δεν πρέπει να είναι σε καμία περίπτωση δική μας, αλλά της Γερμανίας, ως λογικό επακόλουθο των δικών της τρομακτικών λαθών – ένεκα των οποίων η χώρα μας σήμερα αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της, έχοντας καταστραφεί εντελώς.
ΥΓ: Επιτέλους ο υπουργός οικονομικών κατάλαβε τα λάθη του και άλλαξε πορεία - ζητώντας πλέον τη διαγραφή χρέους, την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του υπολοίπου, καθώς επίσης αναφέροντας πως το πρόβλημα δεν είναι οι συντελεστές φόρων, αλλά η αδυναμία είσπραξης τους (πηγή).
Όλα αυτά έχουν τονισθεί πάρα πολλές φορές από τη σελίδα, θεωρώντας πως είναι απολύτως σωστά και πρέπει να υιοθετηθούν άμεσα από την κυβέρνηση – μαζί με την υπομονή που θα πρέπει να δείξει, τουλάχιστον έως ότου το ΔΝΤ «στρέψει προς τα κάτω τον αντίχειρα», με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η διαδικασία της χρεοκοπίας (άρθρο).
Ιάκωβος Ιωάννου, για το Analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου