Η Εφημερίδα των Συντακτών
Συντάκτης:
Επιλέγοντας δεκαπέντε τίτλους από τη συνολικά αξιοσύστατη φθινοπωρινή εκδοτική σοδειά, το «Ανοιχτό Βιβλίο» επιχειρεί να συγκροτήσει ένα πολυφωνικό πεζογραφικό ψηφιδωτό από μυθιστορήματα, νουβέλες και συλλογές διηγημάτων. Γραφές ανοιχτές στα συλλογικά πάθη, στην κοινωνική κριτική ή παρωδία, στην αστική περιπλάνηση ή στην ευρωπαϊκή δυστοπία, στο λογοτεχνικό παιχνίδι ή στη λογοτεχνική ιστορία, στη σεξουαλικότητα, στην υπαρξιακή καταβύθιση με αυτοβιογραφικό προσωπείο ή μέσα από πλάγιες ιστορικές ή πολιτικές μέριμνες.
15 συγγραφείς συστήνουν
τα υπό έκδοση βιβλία τους
Παλαιότεροι και νεότεροι συγγραφείς διαφορετικών αφηγηματικών καταβολών και λογοτεχνικής διαδρομής μάς φανερώνουν λεπτομέρειες από το θέμα, την τεχνοτροπία, τις εμμονές, την περιπέτεια της γραφής των επικείμενων βιβλίων τους.
Η αγωνία και το αξιοθαύμαστο πείσμα εκδοτών και βιβλιοπωλών (καθώς το τοπίο της βιβλιαγοράς μόνο ανησυχία προκαλεί) να επιμένουν στην καλή λογοτεχνία, η αδημονία των συγγραφέων για την τύχη των νέων τους βιβλίων, αλλά και οι προσδοκίες των αναγνωστών για απαιτητική γραφή συνθέτουν ένα ερεθιστικό μείγμα ―αυτό ακριβώς είναι το άρωμα των νέων πεζογραφικών τίτλων που σας προτείνουμε…
Η αγωνία και το αξιοθαύμαστο πείσμα εκδοτών και βιβλιοπωλών (καθώς το τοπίο της βιβλιαγοράς μόνο ανησυχία προκαλεί) να επιμένουν στην καλή λογοτεχνία, η αδημονία των συγγραφέων για την τύχη των νέων τους βιβλίων, αλλά και οι προσδοκίες των αναγνωστών για απαιτητική γραφή συνθέτουν ένα ερεθιστικό μείγμα ―αυτό ακριβώς είναι το άρωμα των νέων πεζογραφικών τίτλων που σας προτείνουμε…
Κώστας Αρκουδέας
Το χαμένο Νόμπελ
Εκδόσεις Καστανιώτη
Λένε ότι το βραβείο Νόμπελ εξασφαλίζει στον διακριθέντα μια θέση στο πάνθεον των αθανάτων. Ο Νίκος Καζαντζάκης επιδίωξε να το κατακτήσει· έδωσε όλες του τις δυνάμεις γι’ αυτόν τον σκοπό. Ωστόσο, η υποψηφιότητά του προκάλεσε εμφύλιο στον χώρο των ιδεών, που ακολούθησε τον εμφύλιο των όπλων και σημάδεψε με την έντασή του το πέρασμα της Ελλάδας στη νέα εποχή.
Τούτη υπήρξε για μένα η αφορμή να συγγράψω «Το χαμένο Νόμπελ». Οταν με ρωτούν γιατί γράφω, απαντώ ότι γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς∙ γιατί μια ιδέα καρφώνεται στο βάθος του μυαλού μου και, σαν το σκουλήκι στο μήλο, αρχίζει να το τρώει από μέσα. Η ιδέα γιγαντώνεται και γίνεται εμμονή, ώσπου βρίσκει τη θέση της στο χαρτί. Μετατρέπεται σε έρευνα, σε αναζήτηση και καταγραφή, για να περάσει μέσα από χίλια μύρια κύματα και να καταλήξει στον εκδότη.
Το «Χαμένο Νόμπελ» απλώθηκε στον χώρο και τον χρόνο, καλύπτοντας τομείς πέραν της λογοτεχνίας, όπως η Ιστορία και η πολιτική. Χρησιμοποιήθηκαν προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, αποσπάσματα από βιβλία και έγγραφα-ντοκουμέντα, για να συνθέσουν το παζλ μιας πολυδαίδαλης όσο και οδυνηρής εποχής. Στην πορεία, τη σκυτάλη της αφήγησης ανέλαβαν προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Ελύτης, αλλά και εμβληματικές μορφές της παγκόσμιας διανόησης, ο Ελιοτ, ο Ζιντ, ο Εσε και ο Καμί.
Αυτήν τη στιγμή, το σώμα του κειμένου βρίσκεται στο στάδιο της σελιδοποίησης και πρόκειται να κυκλοφορήσει εντός του φθινοπώρου. Το αναμένω με αγωνία, λες και είναι η πρώτη φορά. Κάθε φορά είναι η πρώτη φορά.
Τούτη υπήρξε για μένα η αφορμή να συγγράψω «Το χαμένο Νόμπελ». Οταν με ρωτούν γιατί γράφω, απαντώ ότι γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς∙ γιατί μια ιδέα καρφώνεται στο βάθος του μυαλού μου και, σαν το σκουλήκι στο μήλο, αρχίζει να το τρώει από μέσα. Η ιδέα γιγαντώνεται και γίνεται εμμονή, ώσπου βρίσκει τη θέση της στο χαρτί. Μετατρέπεται σε έρευνα, σε αναζήτηση και καταγραφή, για να περάσει μέσα από χίλια μύρια κύματα και να καταλήξει στον εκδότη.
Το «Χαμένο Νόμπελ» απλώθηκε στον χώρο και τον χρόνο, καλύπτοντας τομείς πέραν της λογοτεχνίας, όπως η Ιστορία και η πολιτική. Χρησιμοποιήθηκαν προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, αποσπάσματα από βιβλία και έγγραφα-ντοκουμέντα, για να συνθέσουν το παζλ μιας πολυδαίδαλης όσο και οδυνηρής εποχής. Στην πορεία, τη σκυτάλη της αφήγησης ανέλαβαν προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Ελύτης, αλλά και εμβληματικές μορφές της παγκόσμιας διανόησης, ο Ελιοτ, ο Ζιντ, ο Εσε και ο Καμί.
Αυτήν τη στιγμή, το σώμα του κειμένου βρίσκεται στο στάδιο της σελιδοποίησης και πρόκειται να κυκλοφορήσει εντός του φθινοπώρου. Το αναμένω με αγωνία, λες και είναι η πρώτη φορά. Κάθε φορά είναι η πρώτη φορά.
Αντζελα Δημητρακάκη
Αεροπλάστ
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Εστία
Η διαδικασία γραφής ήταν η ίδια όπως πάντα –χρόνος on the road, δεν είμαι συγγραφέας γραφείου παρά μόνο στα ξαναγραψίματα. Αλλά αυτήν τη φορά ομολογώ ότι ενίοτε πληκτρολογούσα παρακολουθώντας ή συνομιλώντας με τους ανθρώπους που ενέπνευσαν κάποιους από τους ήρωες. Στην Ισπανία περισσότερο. Οι ήρωες-αφηγητές είναι πέντε, συν το φάντασμα του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Κυρίως όταν υπήρξε ερωτευμένος με την Ασια Λάτσις. Και οι ήρωες είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους αλλά τους διαλύει η ιστορική τους στιγμή, η πλήρης ταύτισή τους μαζί της. Κάποιοι από αυτούς πιστεύουν στην επιστροφή στη φύση, στις κοινότητες και τα σχετικά. Αλλοι βιώνουν τη μοίρα του Ευρωπαίου διανοούμενου, δηλαδή την ένδεια, το μη ανήκειν και τον πανικό που προκαλεί.
Ενας είναι καπετάνιος σ’ ένα εξερευνητικό σκάφος που σχετίζεται με την άνοδο του New Age το ’70. Υπάρχει μία μητέρα που αποφασίζει να απορρίψει τον ρόλο, και στο σημείο αυτό γίνεται το πράγμα περίπλοκο και αδυσώπητο. Το «σημείο αυτό», η τρομακτική απόφαση ενός ανθρώπου, είναι η έναρξη του βιβλίου. Υπάρχει μια άλλη απόφαση που ολοκληρώνει την πλοκή, όμως ελπίζω να έχω δείξει ώς τότε ότι η τελική απόφαση δεν είναι απόρροια της απόφασης-αφετηρίας αλλά μιας σειράς διαδρομών. Αρα ένα θέμα είναι η διαδικασία λήψης μιας απόφασης, το αν η διαδικασία ενέχει απαραίτητα μια διάσταση καταστροφής.
Οσο για εμμονές, φυσικά οι ήρωες είναι Ευρωπαίοι (δυο γυναίκες και τρεις άντρες). Οπως και στο «Μανιφέστο της ήττας» (2006), όπου θέμα μου ήταν η επιστροφή του φασισμού. Το 2015 το θέμα μεταφέρεται στην «αίσθηση του επείγοντος», όπως κατέθεσε κάποτε ο Μπένγιαμιν. Το «Αεροπλάστ» είναι μια ευρωπαϊκή καθημερινότητα εκτάκτου ανάγκης.
Κυρίως όταν υπήρξε ερωτευμένος με την Ασια Λάτσις. Και οι ήρωες είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους αλλά τους διαλύει η ιστορική τους στιγμή, η πλήρης ταύτισή τους μαζί της. Κάποιοι από αυτούς πιστεύουν στην επιστροφή στη φύση, στις κοινότητες και τα σχετικά. Αλλοι βιώνουν τη μοίρα του Ευρωπαίου διανοούμενου, δηλαδή την ένδεια, το μη ανήκειν και τον πανικό που προκαλεί.
Ενας είναι καπετάνιος σ’ ένα εξερευνητικό σκάφος που σχετίζεται με την άνοδο του New Age το ’70. Υπάρχει μία μητέρα που αποφασίζει να απορρίψει τον ρόλο, και στο σημείο αυτό γίνεται το πράγμα περίπλοκο και αδυσώπητο. Το «σημείο αυτό», η τρομακτική απόφαση ενός ανθρώπου, είναι η έναρξη του βιβλίου. Υπάρχει μια άλλη απόφαση που ολοκληρώνει την πλοκή, όμως ελπίζω να έχω δείξει ώς τότε ότι η τελική απόφαση δεν είναι απόρροια της απόφασης-αφετηρίας αλλά μιας σειράς διαδρομών. Αρα ένα θέμα είναι η διαδικασία λήψης μιας απόφασης, το αν η διαδικασία ενέχει απαραίτητα μια διάσταση καταστροφής.
Οσο για εμμονές, φυσικά οι ήρωες είναι Ευρωπαίοι (δυο γυναίκες και τρεις άντρες). Οπως και στο «Μανιφέστο της ήττας» (2006), όπου θέμα μου ήταν η επιστροφή του φασισμού. Το 2015 το θέμα μεταφέρεται στην «αίσθηση του επείγοντος», όπως κατέθεσε κάποτε ο Μπένγιαμιν. Το «Αεροπλάστ» είναι μια ευρωπαϊκή καθημερινότητα εκτάκτου ανάγκης.
Λουκία Δέρβη
Αλλού, στο πουθενά
Διηγήματα, Εκδόσεις Μελάνι
Περιλαμβάνει έξι ιστορίες μεταναστών από το εξωτερικό στην Ελλάδα και έξι ιστορίες Ελλήνων που προσπαθούν να βρουν την τύχη τους εκτός της χώρας τους. Είναι δώδεκα περιπτώσεις ανθρώπων με διαφορετικά σημεία αφετηρίας που βρέθηκαν αλλού, μακριά απ’ την πατρίδα τους, αλλά και άλλων που ονειρεύτηκαν να φύγουν και δεν τα κατάφεραν. Ιστορίες για τη φυγή, την ελπίδα, τον ξεριζωμό, το έγκλημα, τον έρωτα, την επιβίωση, τον πόλεμο.
Ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο, κάποιες με σκηνικό την Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, κάποιες πιο παλιές, τον καιρό που ξένοι ονειρεύονταν να ζήσουν εδώ, και ακόμη πιο παλιές, τότε που νησιώτες κι επαρχιώτισσες είτε έφευγαν να πλουτίσουν είτε να παντρευτούν στο εξωτερικό για να κάνουν την τύχη τους. Το θέμα της μετανάστευσης και του διωγμού φαίνεται ότι με κατατρέχει από το πρώτο μου κιόλας βιβλίο.
Εχω μεγαλώσει με ανάλογες οικογενειακές ιστορίες από τις αφηγήσεις των γονιών μου. Οσα άκουγα από τις διηγήσεις τους επανέρχονται μεταμφιεσμένα τόσο σ’ αυτό το βιβλίο, όσο και στα δύο πρώτα. Ηθελα πάντα να καταγράψω κάποια σημεία αυτών των αφηγήσεων και να τα εντάξω σε μια δραματική πλοκή.
Ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο, κάποιες με σκηνικό την Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, κάποιες πιο παλιές, τον καιρό που ξένοι ονειρεύονταν να ζήσουν εδώ, και ακόμη πιο παλιές, τότε που νησιώτες κι επαρχιώτισσες είτε έφευγαν να πλουτίσουν είτε να παντρευτούν στο εξωτερικό για να κάνουν την τύχη τους. Το θέμα της μετανάστευσης και του διωγμού φαίνεται ότι με κατατρέχει από το πρώτο μου κιόλας βιβλίο.
Εχω μεγαλώσει με ανάλογες οικογενειακές ιστορίες από τις αφηγήσεις των γονιών μου. Οσα άκουγα από τις διηγήσεις τους επανέρχονται μεταμφιεσμένα τόσο σ’ αυτό το βιβλίο, όσο και στα δύο πρώτα. Ηθελα πάντα να καταγράψω κάποια σημεία αυτών των αφηγήσεων και να τα εντάξω σε μια δραματική πλοκή.
Γιάννης Ευσταθιάδης
Μαύρο εκλεκτό
Διηγήματα, Εκδόσεις Μελάνι
Περιλαμβάνει δεκατρία διηγήματα –δεν είμαι προληπτικός–, που γράφτηκαν από το 2006 έως και το 2015. Συνεχίζω πάνω σε γνωστούς άξονες της πεζογραφίας μου –έρωτας, χρόνος, μοναξιά, θάνατος–, αλλά πιστεύω πως εξερευνώ κι άλλες εκδοχές των χαοτικών αυτών θεμάτων.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σπανίζει, αλλά και οι επινοημένοι ήρωές μου είναι, ως εικός, φορείς των δικών μου συναισθημάτων. Είναι μια ηθελημένη πλαστοπροσωπία, που διευκολύνει την αφηγηματική εξομολόγηση του συγγραφέα.
Υπάρχει ποικιλία στη φόρμα κάθε διηγήματος, χωρίς –ελπίζω– να διαταράσσεται η όποια ενιαία στιλιστική άποψη. Αλλοτε επιλέγω κλασικότροπη δομή, σε άλλα παρεισφρέουν στοιχεία παραλόγου, κάποια ερωτοτροπούν με το αστυνομικό μυστήριο, ενώ κάποια αρνούνται τη συμβατική αφήγηση, αλλά –ελπίζω και πάλι– όχι τη συναισθηματική θερμοκρασία.
Πορεύομαι με το μίνιμουμ των ηρώων: εγώ κι εσύ, εκείνος κι εκείνη, ο άλλος και εκείνος. Αυτός ο ολιγομελής κάθε φορά θίασος μου επιτρέπει να διαχειριστώ με πιο αποτελεσματικό τρόπο συναισθήματα, ύπουλες σκέψεις και συγκρούσεις.
Τις περισσότερες φορές συγκεντρώνω τους ήρωές μου σε έναν περίκλειστο χώρο, λες και δεν θέλω αυτά που λέγονται να βγουν παραέξω, από σεβασμό ίσως στη μοναχικότητά τους.
Το 1981 εξέδωσα μια ποιητική συλλογή που είχε τίτλο «Ποίηση δωματίου». Ενδεχομένως, 35 χρόνια αργότερα, θα μπορούσα να δώσω στα διηγήματά μου τον διευκρινιστικό χαρακτηρισμό «Πεζογραφία δωματίου».
Αυτά. Τα υπόλοιπα –τώρα που το βιβλίο είναι πια έτοιμο– ας τα γράψει ο αναγνώστης.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σπανίζει, αλλά και οι επινοημένοι ήρωές μου είναι, ως εικός, φορείς των δικών μου συναισθημάτων. Είναι μια ηθελημένη πλαστοπροσωπία, που διευκολύνει την αφηγηματική εξομολόγηση του συγγραφέα.
Υπάρχει ποικιλία στη φόρμα κάθε διηγήματος, χωρίς –ελπίζω– να διαταράσσεται η όποια ενιαία στιλιστική άποψη. Αλλοτε επιλέγω κλασικότροπη δομή, σε άλλα παρεισφρέουν στοιχεία παραλόγου, κάποια ερωτοτροπούν με το αστυνομικό μυστήριο, ενώ κάποια αρνούνται τη συμβατική αφήγηση, αλλά –ελπίζω και πάλι– όχι τη συναισθηματική θερμοκρασία.
Πορεύομαι με το μίνιμουμ των ηρώων: εγώ κι εσύ, εκείνος κι εκείνη, ο άλλος και εκείνος. Αυτός ο ολιγομελής κάθε φορά θίασος μου επιτρέπει να διαχειριστώ με πιο αποτελεσματικό τρόπο συναισθήματα, ύπουλες σκέψεις και συγκρούσεις.
Τις περισσότερες φορές συγκεντρώνω τους ήρωές μου σε έναν περίκλειστο χώρο, λες και δεν θέλω αυτά που λέγονται να βγουν παραέξω, από σεβασμό ίσως στη μοναχικότητά τους.
Το 1981 εξέδωσα μια ποιητική συλλογή που είχε τίτλο «Ποίηση δωματίου». Ενδεχομένως, 35 χρόνια αργότερα, θα μπορούσα να δώσω στα διηγήματά μου τον διευκρινιστικό χαρακτηρισμό «Πεζογραφία δωματίου».
Αυτά. Τα υπόλοιπα –τώρα που το βιβλίο είναι πια έτοιμο– ας τα γράψει ο αναγνώστης.
Δημήτρης Καλοκύρης
Παρασάγγες Β’ (Eυρετήριο Προσωπικών Χρόνων)
Εκδόσεις Αγρα
«Η Bίβλος της λογοτεχνίας αποτελείται από την Αγία Γραφή της παράδοσης και την Αγία Ανάγνωση της αναδημιουργίας, της μυστικής ανασύνθεσης, της Ανάστασης του έργου από το βλέμμα του αναγνώστη», διατείνεται ο συγγραφέας.
Τα κείμενα που προελαύνουν εδώ σχηματίζουν ένα ευρετήριο προσωπικών χρόνων, στο οποίο, πίσω από τη διατύπωση «Παρασάγγες» και πάλι (φαρσάγκ: λέξη περσική = 30 στάδια, δηλ. 5.350 μέτρα) αποκαλύπτονται –ή μήπως συγκαλύπτονται;– τα σκάνδαλα της προσέγγισης με κρυπτικές αναφορές σε μια στρατιά (νυν ή πρώην) φίλων, όπου ο αναγνώστης δεν θα χάσει την ευκαιρία να διακλαδιστεί συνειδητά στους πλαταγισμούς των κατεσπαρμένων βεγγαλικών του απογειώσεων. Με δεδομένο δε ότι ο κύριος λόγος που γράφει κανείς είναι γιατί βαριέται να μιλά, διαπιστώνει κάποτε πως «ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα», οπότε αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο ακόμα και με τους μηχανισμούς (ή να τα ξαναγράψει όλα από την αρχή) και να ανατοκίζει το μέλλον στο Διαδίκτυο ανακεφαλαιώνοντας πλέον τα παρόντα με τη σβηστήρα.
Ο δεύτερος τόμος του «Παρασάγγες» αποτυπώνει σε εγκυκλοπαιδική μορφή το κυκλοφοριακό χάος που προκάλεσε η έκδοση του πρώτου, λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας του εξακολουθεί να μην έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του σοφού λαού και σε όσα πρεσβεύει συνήθως η κοινή γνώμη.
Και ο δεύτερος τόμος έχει μορφή εγκυκλοπαιδικού λεξικού, πλην όμως όχι με λήμματα ονομαστικά (όπως ο πρώτος) αλλά με τίτλους παρελκυστικούς και με συνδέσμους που επικοινωνούν με τα περιεχόμενα του πρώτου τόμου. Ετσι, ο πρακτικότερος τρόπος για να διαβαστεί το βιβλίο αυτό είναι μια κατάδυση στο Ευρετήριο.
Τα κείμενα που προελαύνουν εδώ σχηματίζουν ένα ευρετήριο προσωπικών χρόνων, στο οποίο, πίσω από τη διατύπωση «Παρασάγγες» και πάλι (φαρσάγκ: λέξη περσική = 30 στάδια, δηλ. 5.350 μέτρα) αποκαλύπτονται –ή μήπως συγκαλύπτονται;– τα σκάνδαλα της προσέγγισης με κρυπτικές αναφορές σε μια στρατιά (νυν ή πρώην) φίλων, όπου ο αναγνώστης δεν θα χάσει την ευκαιρία να διακλαδιστεί συνειδητά στους πλαταγισμούς των κατεσπαρμένων βεγγαλικών του απογειώσεων. Με δεδομένο δε ότι ο κύριος λόγος που γράφει κανείς είναι γιατί βαριέται να μιλά, διαπιστώνει κάποτε πως «ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα», οπότε αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο ακόμα και με τους μηχανισμούς (ή να τα ξαναγράψει όλα από την αρχή) και να ανατοκίζει το μέλλον στο Διαδίκτυο ανακεφαλαιώνοντας πλέον τα παρόντα με τη σβηστήρα.
Ο δεύτερος τόμος του «Παρασάγγες» αποτυπώνει σε εγκυκλοπαιδική μορφή το κυκλοφοριακό χάος που προκάλεσε η έκδοση του πρώτου, λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας του εξακολουθεί να μην έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του σοφού λαού και σε όσα πρεσβεύει συνήθως η κοινή γνώμη.
Και ο δεύτερος τόμος έχει μορφή εγκυκλοπαιδικού λεξικού, πλην όμως όχι με λήμματα ονομαστικά (όπως ο πρώτος) αλλά με τίτλους παρελκυστικούς και με συνδέσμους που επικοινωνούν με τα περιεχόμενα του πρώτου τόμου. Ετσι, ο πρακτικότερος τρόπος για να διαβαστεί το βιβλίο αυτό είναι μια κατάδυση στο Ευρετήριο.
Δήμητρα Κολλιάκου
Ημισυ του παντός
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη
Mια κοπέλα πηγαίνει να καθαρίσει ένα σπίτι στα βόρεια προάστια, αλλά οι ηλικιωμένοι ένοικοι –ο άντρας Ελληνας και η γυναίκα Γεωργιανή– της κλείνουν κατάμουτρα την πόρτα. Ετσι γνωρίζεται με τον Μίλτο, τον μεσήλικα γιο, που, καλλιεργημένος και διακριτικός, στην αρχή την κερδίζει. Οσο όμως η σχέση τους προχωρεί, τόσο τα πράγματα παίρνουν διαστάσεις που την ξεπερνάνε. Είναι ο Μίλτος που σιγά σιγά της επιβάλλει τον ρόλο της μεσολαβήτριας για να συνεννοηθεί με τον ψυχικά άρρωστο πατέρα του και την ξένη μητριά του, ή εκείνη από μόνη της διαλέγει αυτόν τον ρόλο;
Η ανάμειξή της στα οικογενειακά του Μίλτου γίνεται αφορμή για μια ανασκαφή του παρελθόντος με κυριότερο αντίπαλο τη μνήμη, που αποδεικνύεται αμείλικτα αυθαίρετη, όσο και ακριβής.
Εστιασμένη στο παρόν και σ’ ένα προσπελάσιμο μέσα από τις κουβέντες των άλλων παρελθόν, η αφηγηματική ματιά κινείται σε δύο χρονικούς άξονες, καταγράφοντας τα χτυπήματα μιας παράφορης σμίλης που σταδιακά μετατρέπει την υπερευαισθησία σε τρέλα, τη θωράκιση του αμυνόμενου σε αναλγησία, την ανησυχία του παθητικού θεατή σε όψιμη παρέμβαση. Η προφορικότητα μπαίνει στην υπηρεσία της πλοκής: συναντώντας τους ήρωες στους μεταξύ τους διαλόγους, μαθαίνουμε τι τους συνέβη ενώ οι ίδιοι αναπλάθουν μέσω της αφήγησης αυτό που τους συνέβη.
Μια κουβέντα γίνεται αφορμή ν’ αναδυθεί στο φως μια μέχρι τώρα χαμένη λεπτομέρεια, βυθίζοντας τα υπόλοιπα σ’ ένα εξυπηρετικό και μαζί δυσβάσταχτο σκοτάδι. Η αρχή είναι ένα «ήμισυ» κομμένο αυθαίρετα, που λέει μια μισερή αλήθεια. Αναζητώντας την πρωτογενή αιτία, τα πρόσωπα θα διεκδικήσουν μερίδιο στην ευθύνη, με τίμημα κι ανταμοιβή να γίνουν και τα ίδια ήμισυ του παντός.
Η ανάμειξή της στα οικογενειακά του Μίλτου γίνεται αφορμή για μια ανασκαφή του παρελθόντος με κυριότερο αντίπαλο τη μνήμη, που αποδεικνύεται αμείλικτα αυθαίρετη, όσο και ακριβής.
Εστιασμένη στο παρόν και σ’ ένα προσπελάσιμο μέσα από τις κουβέντες των άλλων παρελθόν, η αφηγηματική ματιά κινείται σε δύο χρονικούς άξονες, καταγράφοντας τα χτυπήματα μιας παράφορης σμίλης που σταδιακά μετατρέπει την υπερευαισθησία σε τρέλα, τη θωράκιση του αμυνόμενου σε αναλγησία, την ανησυχία του παθητικού θεατή σε όψιμη παρέμβαση. Η προφορικότητα μπαίνει στην υπηρεσία της πλοκής: συναντώντας τους ήρωες στους μεταξύ τους διαλόγους, μαθαίνουμε τι τους συνέβη ενώ οι ίδιοι αναπλάθουν μέσω της αφήγησης αυτό που τους συνέβη.
Μια κουβέντα γίνεται αφορμή ν’ αναδυθεί στο φως μια μέχρι τώρα χαμένη λεπτομέρεια, βυθίζοντας τα υπόλοιπα σ’ ένα εξυπηρετικό και μαζί δυσβάσταχτο σκοτάδι. Η αρχή είναι ένα «ήμισυ» κομμένο αυθαίρετα, που λέει μια μισερή αλήθεια. Αναζητώντας την πρωτογενή αιτία, τα πρόσωπα θα διεκδικήσουν μερίδιο στην ευθύνη, με τίμημα κι ανταμοιβή να γίνουν και τα ίδια ήμισυ του παντός.
Ηλίας Μαγκλίνης
Πρωινή γαλήνη
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Είναι ένα γραμμικό μυθιστόρημα χωρισμένο σε δέκα κεφάλαια με επτά ενότητες το καθένα, με εξαίρεση το τελευταίο που αποτελείται από μία ενότητα, λειτουργώντας σαν ένα είδος μουσικής κόντας, κατάληξης δηλαδή, όπου συμπυκνώνονται και λύνονται τα θέματα της όλης αφήγησης.
Με το τρίτο αυτό βιβλίο μυθοπλασίας (το πιο εκτενές που έχω γράψει έως τώρα), πολύ συνειδητά δοκιμάζω τις δυνάμεις μου στην πλοκή, στη δράση, στην περιπέτεια. Αν υπήρχαν κάποιοι συγγραφείς πάνω στους οποίους να κούρδισα τη δική μου φωνή, θα έλεγα πως αυτοί ήταν οι Γκράχαμ Γκριν, Τζόζεφ Κόνραντ και Τζέιμς Τζόουνς.
Αλλά οι αναγνώσεις αυτές είχαν προηγηθεί κατά πολύ της γραφής του βιβλίου. Τώρα που έχει τελειώσει πάντως, η τριβή μου με την καθαρόαιμη μυθιστορηματική πλοκή μού έδωσε να καταλάβω πόσο δύσκολη, πόσο απαιτητική υπόθεση είναι να αφηγηθείς μιαν απλή ιστορία.
Ποια είναι αυτή η ιστορία; Δεν θα ήθελα να αποκαλύψω πολλά πέρα από το ότι είναι η ιστορία ενός νέου άνδρα να ξεπεράσει τη μοίρα του, να ανοίξει τους ορίζοντές του, να πετάξει ψηλά αναζητώντας τον βαθύτερο εαυτό του.
Είναι μια ιστορία έρωτα, ονείρων, απώλειας και περιπλάνησης στον χρόνο και τον χώρο, από τη Μακεδονία έως το Τέξας και από την Αθήνα έως την Απω Ανατολή, γεμάτη σύννεφα και ωκεανούς, θλιμμένες γκέισες και μοναχικά, παθιασμένα κορίτσια.
Η «Πρωινή γαλήνη» είναι, τέλος, μια ιστορία ανεκπλήρωτων στόχων και ανολοκλήρωτων πόθων σε μια Ελλάδα που στροβιλίζεται στη δίνη ενός ξεχασμένου, άγνωστου, εξωτικού πολέμου στην άλλη άκρη της υδρογείου, σε έναν τόπο που οι κάτοικοί του αποκαλούν «Χώρα της Πρωινής Γαλήνης»…
Με το τρίτο αυτό βιβλίο μυθοπλασίας (το πιο εκτενές που έχω γράψει έως τώρα), πολύ συνειδητά δοκιμάζω τις δυνάμεις μου στην πλοκή, στη δράση, στην περιπέτεια. Αν υπήρχαν κάποιοι συγγραφείς πάνω στους οποίους να κούρδισα τη δική μου φωνή, θα έλεγα πως αυτοί ήταν οι Γκράχαμ Γκριν, Τζόζεφ Κόνραντ και Τζέιμς Τζόουνς.
Αλλά οι αναγνώσεις αυτές είχαν προηγηθεί κατά πολύ της γραφής του βιβλίου. Τώρα που έχει τελειώσει πάντως, η τριβή μου με την καθαρόαιμη μυθιστορηματική πλοκή μού έδωσε να καταλάβω πόσο δύσκολη, πόσο απαιτητική υπόθεση είναι να αφηγηθείς μιαν απλή ιστορία.
Ποια είναι αυτή η ιστορία; Δεν θα ήθελα να αποκαλύψω πολλά πέρα από το ότι είναι η ιστορία ενός νέου άνδρα να ξεπεράσει τη μοίρα του, να ανοίξει τους ορίζοντές του, να πετάξει ψηλά αναζητώντας τον βαθύτερο εαυτό του.
Είναι μια ιστορία έρωτα, ονείρων, απώλειας και περιπλάνησης στον χρόνο και τον χώρο, από τη Μακεδονία έως το Τέξας και από την Αθήνα έως την Απω Ανατολή, γεμάτη σύννεφα και ωκεανούς, θλιμμένες γκέισες και μοναχικά, παθιασμένα κορίτσια.
Η «Πρωινή γαλήνη» είναι, τέλος, μια ιστορία ανεκπλήρωτων στόχων και ανολοκλήρωτων πόθων σε μια Ελλάδα που στροβιλίζεται στη δίνη ενός ξεχασμένου, άγνωστου, εξωτικού πολέμου στην άλλη άκρη της υδρογείου, σε έναν τόπο που οι κάτοικοί του αποκαλούν «Χώρα της Πρωινής Γαλήνης»…
Δημήτρης Μίγγας
Ερως ανίατος
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Δουλεύοντας αυτά τα κείμενα σχεδόν για τρία χρόνια διαπίστωσα από ένα σημείο και μετά πως, ασυνείδητα, είχα ξεφύγει από κάποια μοτίβα που χαρακτήριζαν προηγούμενες δουλειές μου (θάλασσα, ανδροπαρέες), παρέμενα όμως πιστός σε άλλες εμμονές, όπως η διαδικασία της γραφής.
Αρχική μου πρόθεση ήταν να γράψω ένα διήγημα για τη φθορά του σώματος και τις εκπτώσεις φιλοδοξιών και ονείρων. Επέλεξα ο κεντρικός χαρακτήρας να είναι ηθοποιός, επειδή θεώρησα περισσότερο ελκυστικό, και φυσικά πιο εύκολο, να στηρίξω την ιστορία μου πάνω σε έναν καλλιτέχνη παρά σε κάποιον λιγότερο προβεβλημένο. Κάποια στιγμή όμως ο ήρωάς μου (δίχως αυτό να είναι στα αρχικά μου σχέδια) γνωρίζει και ερωτεύεται μια μοναχική, ξεχωριστή και ιδιόμορφη γυναίκα.
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα επιδοκίμασα την πρωτοβουλία του, άρχισα να τη σκέφτομαι κι εγώ, με απασχολούσε όσο κι εκείνον –τη συμπάθησα, σχεδόν την ερωτεύτηκα. Ταυτόχρονα αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να εκμεταλλευτώ την απρόσμενη εξέλιξη και να ασχοληθώ επιπλέον με την έκρηξη και συνακόλουθα με τον αναπότρεπτο μαρασμό μιας ερωτικής σχέσης. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος και φυσικά υπέκυψα. Αντιλήφθηκα τότε ότι δεν θα είναι πια μόνο αυτός ο κεντρικός ήρωας και πως η ιστορία μου ασφυκτιούσε στο πλαίσιο του διηγήματος. Εκ των πραγμάτων οδηγήθηκα στην απόφαση να συνεχίσω γράφοντας πλέον ένα μυθιστόρημα.
Τελείωσα το βιβλίο συνειδητοποιώντας πως ο συγγραφέας δεν είναι πάντα σίγουρος για το πού θα οδηγήσουν οι ήρωες τον ίδιο και το μυθιστόρημά του.
Αρχική μου πρόθεση ήταν να γράψω ένα διήγημα για τη φθορά του σώματος και τις εκπτώσεις φιλοδοξιών και ονείρων. Επέλεξα ο κεντρικός χαρακτήρας να είναι ηθοποιός, επειδή θεώρησα περισσότερο ελκυστικό, και φυσικά πιο εύκολο, να στηρίξω την ιστορία μου πάνω σε έναν καλλιτέχνη παρά σε κάποιον λιγότερο προβεβλημένο. Κάποια στιγμή όμως ο ήρωάς μου (δίχως αυτό να είναι στα αρχικά μου σχέδια) γνωρίζει και ερωτεύεται μια μοναχική, ξεχωριστή και ιδιόμορφη γυναίκα.
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα επιδοκίμασα την πρωτοβουλία του, άρχισα να τη σκέφτομαι κι εγώ, με απασχολούσε όσο κι εκείνον –τη συμπάθησα, σχεδόν την ερωτεύτηκα. Ταυτόχρονα αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να εκμεταλλευτώ την απρόσμενη εξέλιξη και να ασχοληθώ επιπλέον με την έκρηξη και συνακόλουθα με τον αναπότρεπτο μαρασμό μιας ερωτικής σχέσης. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος και φυσικά υπέκυψα. Αντιλήφθηκα τότε ότι δεν θα είναι πια μόνο αυτός ο κεντρικός ήρωας και πως η ιστορία μου ασφυκτιούσε στο πλαίσιο του διηγήματος. Εκ των πραγμάτων οδηγήθηκα στην απόφαση να συνεχίσω γράφοντας πλέον ένα μυθιστόρημα.
Τελείωσα το βιβλίο συνειδητοποιώντας πως ο συγγραφέας δεν είναι πάντα σίγουρος για το πού θα οδηγήσουν οι ήρωες τον ίδιο και το μυθιστόρημά του.
Mαίρη Μικέ
Κόκκινες ουλές
Διηγήματα, Εκδόσεις Ικαρος
Οι δεκαεπτά μικρές καθημερινές ιστορίες της συλλογής «Κόκκινες ουλές» εστιάζουν στο πάσχον σώμα κι επιμένουν στην κοινωνική σήμανσή του μέσα από διαδικασίες χειραγώγησης, επιτήρησης, τιμωρίας, πένθους και βίας. Παρουσιάζονται σώματα εγκλωβισμένα και πειθήνια, που λυγίζουν εύκολα για να ανταποκριθούν σε ορατούς και αόρατους μηχανισμούς της εξουσίας, αλλά και άλλα που αντιστέκονται για να υπονομεύσουν ή και να ανατρέψουν τις συνθήκες της δύσκολης και ανώνυμης ζωής τους. Σε κάθε περίπτωση τα σώματα σημαδεύονται. Αλλωστε ο γενικός τίτλος «Κόκκινες ουλές» υπογραμμίζει το σημάδι αυτής ακριβώς της βαθιάς σωματικής πληγής που ακόμα αιμορραγεί.
Οι πρωταγωνιστές στα κείμενα της συλλογής είναι κυρίως γυναίκες. Τα επεισόδια της δικής τους ζωής διασταυρώνονται με περιστατικά και ρήξεις της μεγάλης επίσημης Ιστορίας. Ετσι, αν και κατά κανόνα αποφεύγονται ακριβείς χρονικοί και χωρικοί προσδιορισμοί, μπορεί κανείς με πλοηγό, έστω αυτά τα λίγα, ακριβοθώρητα σήματα, να σταθμεύσει σε στιγμές των εμφυλιακών και μετεμφυλιακών χρόνων, της δικτατορίας και να οδηγηθεί με ποικίλους τρόπους (για παράδειγμα, με επανεγγραφές μυθολογικών και βιβλικών επεισοδίων) ώς τα κρίσιμα σημερινά.
Σε ασφυκτικά συνήθως τοπία και κλειστούς χώρους αποτυπώνονται οδυνηρές οικογενειακές σχέσεις, εγκλωβισμένες και περιθωριακές ζωές που αγωνίζονται να αποτρέψουν τη συντριβή των ονείρων και των προσδοκιών και να προσφέρουν ελπίδες διαφυγής και ανάτασης. Γεγονός πάντως παραμένει, ειδικά από το τελευταίο διήγημα της συλλογής όπου συγκεντρώνονται όλες οι πρωταγωνίστριες σ’ έναν «Μυστικό νεκρόδειπνο», ότι τα φάρμακα της γραφής καλούνται να ανακόψουν την ταχύτητα της λήθης και να ενισχύσουν τις ρίζες της μνήμης.
Οι πρωταγωνιστές στα κείμενα της συλλογής είναι κυρίως γυναίκες. Τα επεισόδια της δικής τους ζωής διασταυρώνονται με περιστατικά και ρήξεις της μεγάλης επίσημης Ιστορίας. Ετσι, αν και κατά κανόνα αποφεύγονται ακριβείς χρονικοί και χωρικοί προσδιορισμοί, μπορεί κανείς με πλοηγό, έστω αυτά τα λίγα, ακριβοθώρητα σήματα, να σταθμεύσει σε στιγμές των εμφυλιακών και μετεμφυλιακών χρόνων, της δικτατορίας και να οδηγηθεί με ποικίλους τρόπους (για παράδειγμα, με επανεγγραφές μυθολογικών και βιβλικών επεισοδίων) ώς τα κρίσιμα σημερινά.
Σε ασφυκτικά συνήθως τοπία και κλειστούς χώρους αποτυπώνονται οδυνηρές οικογενειακές σχέσεις, εγκλωβισμένες και περιθωριακές ζωές που αγωνίζονται να αποτρέψουν τη συντριβή των ονείρων και των προσδοκιών και να προσφέρουν ελπίδες διαφυγής και ανάτασης. Γεγονός πάντως παραμένει, ειδικά από το τελευταίο διήγημα της συλλογής όπου συγκεντρώνονται όλες οι πρωταγωνίστριες σ’ έναν «Μυστικό νεκρόδειπνο», ότι τα φάρμακα της γραφής καλούνται να ανακόψουν την ταχύτητα της λήθης και να ενισχύσουν τις ρίζες της μνήμης.
Έλενα Μαρούτσου
Οι χυδαίες ορχιδέες
Διηγήματα, Εκδόσεις Κίχλη
Μπορεί το βιβλίο να γεννήσει ένα άλλο βιβλίο; Τι γίνεται με τους ήρωες μιας ιστορίας όταν αυτή τελειώσει; Τι απέγινε το μωρό της Λαίδης Τσάτερλι και του εραστή της, που κυοφορήθηκε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Ντ. Χ. Λόρενς; Στο νέο μου βιβλίο, «Οι χυδαίες ορχιδέες», η κόρη της Λαίδης Τσάτερλι και του επιστάτη Μέλορς μάς αφηγείται την ιστορία της.
Είναι άραγε τα παιδιά καταδικασμένα να κουβαλάνε τις αμαρτίες των γονιών τους; Είναι καταδικασμένοι οι απόγονοι των ηρώων ενός μυθιστορήματος να αντιγράφουν τις ιστορίες των λογοτεχνικών τους γεννητόρων; Τι γίνεται όταν ένα βιβλίο, όπως αυτό εδώ, έχει χτιστεί ρίχνοντας στα θεμέλια –σαν τη θυσιασμένη κόρη του πρωτομάστορα– ένα άλλο; Θα μεταμορφωνόταν μήπως σε γέφυρα;
Μου αρέσει να βλέπω το στοιχείο της γέφυρας σε κάθε βιβλίο, σαν δηλαδή από τη φύση του να μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη-περιπατητή σε άλλα βιβλία. Και έχοντας αυτήν την εικόνα τώρα στον νου, θα μπορούσα να πω πως «Οι χυδαίες ορχιδέες» φυτρώνουν σε έναν τόπο με πλήθος τέτοιες γέφυρες, όπου κάθε γέφυρα έχει χτιστεί πάνω σ’ ένα γνωστό λογοτεχνικό έργο και κάθε διαβάτης διασταυρώνεται με ήρωες από άλλες γέφυρες, μέχρι στο τέλος να σχηματιστεί μπροστά μας, σαν πάνω σε ραγισμένο καθρέφτη, η εικόνα αυτού που θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα.
Θα μπορούσε, λέω, εάν ο καθρέφτης δεν έσπαγε, αφήνοντας στα χέρια μας κομμάτια που μοιάζουν πολύ με διηγήματα. Διηγήματα που νοσταλγούν και ψάχνουν το ένα το άλλο, όπως αναζητούμε στον ύπνο μας –και για λίγο βρίσκουμε– τη χαμένη για πάντα ενότητα.
Είναι άραγε τα παιδιά καταδικασμένα να κουβαλάνε τις αμαρτίες των γονιών τους; Είναι καταδικασμένοι οι απόγονοι των ηρώων ενός μυθιστορήματος να αντιγράφουν τις ιστορίες των λογοτεχνικών τους γεννητόρων; Τι γίνεται όταν ένα βιβλίο, όπως αυτό εδώ, έχει χτιστεί ρίχνοντας στα θεμέλια –σαν τη θυσιασμένη κόρη του πρωτομάστορα– ένα άλλο; Θα μεταμορφωνόταν μήπως σε γέφυρα;
Μου αρέσει να βλέπω το στοιχείο της γέφυρας σε κάθε βιβλίο, σαν δηλαδή από τη φύση του να μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη-περιπατητή σε άλλα βιβλία. Και έχοντας αυτήν την εικόνα τώρα στον νου, θα μπορούσα να πω πως «Οι χυδαίες ορχιδέες» φυτρώνουν σε έναν τόπο με πλήθος τέτοιες γέφυρες, όπου κάθε γέφυρα έχει χτιστεί πάνω σ’ ένα γνωστό λογοτεχνικό έργο και κάθε διαβάτης διασταυρώνεται με ήρωες από άλλες γέφυρες, μέχρι στο τέλος να σχηματιστεί μπροστά μας, σαν πάνω σε ραγισμένο καθρέφτη, η εικόνα αυτού που θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα.
Θα μπορούσε, λέω, εάν ο καθρέφτης δεν έσπαγε, αφήνοντας στα χέρια μας κομμάτια που μοιάζουν πολύ με διηγήματα. Διηγήματα που νοσταλγούν και ψάχνουν το ένα το άλλο, όπως αναζητούμε στον ύπνο μας –και για λίγο βρίσκουμε– τη χαμένη για πάντα ενότητα.
Μαρία Ξυλούρη
Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καλέντης
Πριν ακόμα ολοκληρώσω το προηγούμενο βιβλίο μου, ήξερα τι δεν ήθελα να είναι το επόμενο: είχα μπουχτίσει την κλειστοφοβία, το αστικό γκρίζο τού «Rewind» και του «Πώς τελειώνει ο κόσμος»· ήθελα, κατά το δυνατόν, το επόμενο να διαδραματίζεται σε χώρους ανοιχτούς, οι άνθρωποί του να βλέπουν ουρανό, θάλασσα.
Ισως γι’ αυτό «Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου» να γεννήθηκε από ένα μέρος, ένα τοπίο: Δυο-τρεις μήνες αφότου παρέδωσα το χειρόγραφο του «Πώς τελειώνει ο κόσμος» βρέθηκα, κατακαλόκαιρο, σε μια εκκλησία μισορημαγμένη: έλειπαν η στέγη κι ο ένας τοίχος· οι αγιογραφίες και τα εικονίσματα επίσης· στο αλλοτινό της δάπεδο, τώρα γεμάτο φύλλα, φύτρωναν πλατάνια. Εξίσου ρημαγμένο ήταν και το χωριό όπου βρισκόταν η εκκλησία· ένα σπίτι μόνο έστεκε ακόμα —σιγά σιγά διαλυόταν κι αυτό— κι ένα κοιμητήρι άκρη άκρη.
Εκεί γεννήθηκε το Νιόφυτο, ο τόπος όπου διαδραματίζεται το νέο βιβλίο· στα άλλα βιβλία είχα πάντα ένα επεισόδιο από τη ζωή ενός ήρωα και ξεκινούσα να γράφω για να δω πώς έφτασε σ’ αυτό ή πού πήγε μετά· σ’ αυτό ξεκίνησα από τον τόπο, από το Νιόφυτο, κατοικημένο από ένα αρχικά αδιαφοροποίητο σχεδόν πλήθος, κι έψαχνα να βρω τι έκανε με τον τόπο αυτόν το πλήθος· ένας ένας οι χαρακτήρες έκαναν ένα βήμα μπροστά κι αποκτούσαν πρόσωπο.
Ακόμα κι ο κατ’ εμέ κεντρικός χαρακτήρας, ο Αδαμάντιος Ραγκούδης, ο καλλιγράφος του τίτλου, άρχισε να αποκτά αυτόν τον κεντρικό του ρόλο στο τέλος, πια, της δεύτερης γραφής. Είναι ένα βιβλίο που στο μυαλό μου το έχω ως ανάποδο και παράξενο· μα ακριβώς επειδή είναι ανάποδο και παράξενο, το διασκέδασα, νομίζω, περισσότερο απ’ τα προηγούμενα.
Ισως γι’ αυτό «Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου» να γεννήθηκε από ένα μέρος, ένα τοπίο: Δυο-τρεις μήνες αφότου παρέδωσα το χειρόγραφο του «Πώς τελειώνει ο κόσμος» βρέθηκα, κατακαλόκαιρο, σε μια εκκλησία μισορημαγμένη: έλειπαν η στέγη κι ο ένας τοίχος· οι αγιογραφίες και τα εικονίσματα επίσης· στο αλλοτινό της δάπεδο, τώρα γεμάτο φύλλα, φύτρωναν πλατάνια. Εξίσου ρημαγμένο ήταν και το χωριό όπου βρισκόταν η εκκλησία· ένα σπίτι μόνο έστεκε ακόμα —σιγά σιγά διαλυόταν κι αυτό— κι ένα κοιμητήρι άκρη άκρη.
Εκεί γεννήθηκε το Νιόφυτο, ο τόπος όπου διαδραματίζεται το νέο βιβλίο· στα άλλα βιβλία είχα πάντα ένα επεισόδιο από τη ζωή ενός ήρωα και ξεκινούσα να γράφω για να δω πώς έφτασε σ’ αυτό ή πού πήγε μετά· σ’ αυτό ξεκίνησα από τον τόπο, από το Νιόφυτο, κατοικημένο από ένα αρχικά αδιαφοροποίητο σχεδόν πλήθος, κι έψαχνα να βρω τι έκανε με τον τόπο αυτόν το πλήθος· ένας ένας οι χαρακτήρες έκαναν ένα βήμα μπροστά κι αποκτούσαν πρόσωπο.
Ακόμα κι ο κατ’ εμέ κεντρικός χαρακτήρας, ο Αδαμάντιος Ραγκούδης, ο καλλιγράφος του τίτλου, άρχισε να αποκτά αυτόν τον κεντρικό του ρόλο στο τέλος, πια, της δεύτερης γραφής. Είναι ένα βιβλίο που στο μυαλό μου το έχω ως ανάποδο και παράξενο· μα ακριβώς επειδή είναι ανάποδο και παράξενο, το διασκέδασα, νομίζω, περισσότερο απ’ τα προηγούμενα.
Νικόλας Σεβαστάκης
Αντρας που πέφτει
Διηγήματα, Εκδόσεις Πόλις
Σχεδόν πάντα μια εικόνα. Ενα όνομα, επίσης. Ο Βλάσης, παλιός πωλητής βιβλίων από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η Πολυξένη και η μέρα της. Διεκδικούν την εγκατάστασή τους στην αφήγηση. Πόσο μακριά φτάνουν όμως οι ιστορίες τους; Το διήγημα απαντάει στην πρόσκληση της αφήγησης ελλειπτικά, δίνοντας ενίοτε και την εντύπωση της απότομης διακοπής. Οι χαρακτήρες εμφανίζονται για να αποκαλύψουν λίγες πλευρές της ύπαρξής τους, κάποιες σκέψεις και συνειρμούς. Μετεωρικές φιγούρες, όπως τα περισσότερα στη ζωή μας και η ίδια η ατελής συναρμολόγηση των εμπειριών μας.
Σ’ έναν ξύλινο πάγκο στον κήπο του Θόδωρου στον Λαύκο, στο νότιο Πήλιο. Στη μικρή αυλή του Χρήστου στη Σίβηρη, στη Χαλκιδική. Ο «Αντρας που πέφτει», το διήγημα που δίνει και τον τίτλο του καινούργιου βιβλίου, γεννήθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς τους τόπους. Ηταν Αύγουστος, στη δροσιά του πρωινού, πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Το θέμα είναι η αντοχή στην απώλεια και οι συνέπειες του ερωτικού ακρωτηριασμού: τι παθαίνει ένα σώμα όταν χάνει το αγαπημένο πρόσωπο. Πόσο αρτιμελής είναι κανείς ως μοναχικό άτομο που ζει περισσότερο με τις μνήμες παρά με τις πράξεις του;
Κάθε διήγημα είναι και ένας χώρος συνάντησης, ένα «ιδιαίτερο». Περιγράφοντας αυτές τις συναντήσεις, γίνεσαι μέρος τους, αυτήκοος ή αυτόπτης μάρτυς πυκνών σκηνών. Ελέγχεις πρόσωπα και αποκαθιστάς τους χώρους, αλλά σχεδόν πάντα σου ξεφεύγουν και πάνε αλλού από εκεί που στόχευες.
Η μικρή πρόζα δεν έχει αναλυτικό πλάνο και βρίσκεται, κατά κανόνα, πιο κοντά στον ρυθμό της γλώσσας. Ψάχνεις όμως να δώσεις περιγράμματα, κινήσεις, κίνητρα του πραγματικού κόσμου. Ο ρεαλισμός μπορεί να φιλοξενεί το παράδοξο διατηρώντας πάντα τις συμβάσεις της αληθοφάνειας. Οπως ο ανθρώπινος βίος είναι το αστάθμητο μείγμα μιας ρουτίνας και μερικών ανατροπών: μιας ασθένειας, ενός έρωτα ή της ενεργού εμπλοκής κάποιου στις περιπέτειες της Ιστορίας.
Σ’ έναν ξύλινο πάγκο στον κήπο του Θόδωρου στον Λαύκο, στο νότιο Πήλιο. Στη μικρή αυλή του Χρήστου στη Σίβηρη, στη Χαλκιδική. Ο «Αντρας που πέφτει», το διήγημα που δίνει και τον τίτλο του καινούργιου βιβλίου, γεννήθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς τους τόπους. Ηταν Αύγουστος, στη δροσιά του πρωινού, πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Το θέμα είναι η αντοχή στην απώλεια και οι συνέπειες του ερωτικού ακρωτηριασμού: τι παθαίνει ένα σώμα όταν χάνει το αγαπημένο πρόσωπο. Πόσο αρτιμελής είναι κανείς ως μοναχικό άτομο που ζει περισσότερο με τις μνήμες παρά με τις πράξεις του;
Κάθε διήγημα είναι και ένας χώρος συνάντησης, ένα «ιδιαίτερο». Περιγράφοντας αυτές τις συναντήσεις, γίνεσαι μέρος τους, αυτήκοος ή αυτόπτης μάρτυς πυκνών σκηνών. Ελέγχεις πρόσωπα και αποκαθιστάς τους χώρους, αλλά σχεδόν πάντα σου ξεφεύγουν και πάνε αλλού από εκεί που στόχευες.
Η μικρή πρόζα δεν έχει αναλυτικό πλάνο και βρίσκεται, κατά κανόνα, πιο κοντά στον ρυθμό της γλώσσας. Ψάχνεις όμως να δώσεις περιγράμματα, κινήσεις, κίνητρα του πραγματικού κόσμου. Ο ρεαλισμός μπορεί να φιλοξενεί το παράδοξο διατηρώντας πάντα τις συμβάσεις της αληθοφάνειας. Οπως ο ανθρώπινος βίος είναι το αστάθμητο μείγμα μιας ρουτίνας και μερικών ανατροπών: μιας ασθένειας, ενός έρωτα ή της ενεργού εμπλοκής κάποιου στις περιπέτειες της Ιστορίας.
Σταυρούλα Σκαλίδη
Γραφείον ο φόβος―Μια πολλαπλή ήττα
Νουβέλα, Εκδόσεις Πόλις
Πρόκειται για μια νουβέλα, ίσως λίγο πιο διευρυμένη από το «Προδοσία και εγκατάλειψη» και το «Κρέας από σταφύλι». Συμπληρώνει στο μυαλό μου μια τριλογία μεν, ανοίγει έναν νέο κύκλο δε. Συστήνεται ως μια επιμνημόσυνη δέηση σε έναν κόσμο που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, τουλάχιστον όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα, τον κόσμο του Τύπου, του εφήμερου έντυπου λόγου. Αυτό είναι το ένδυμα του βιβλίου, το πρόσχημά του. Οι προσωπικές εμμονές έχουν να κάνουν με την προφορικότητα και τις λέξεις, με τον λόγο, με την έντασή του, με τον ρυθμό του, τη δυναμική του.
Το βιβλίο που γράφεις, δεν είναι ποτέ το βιβλίο που διαβάζουν οι άλλοι. Ζητούμενο είναι η συνάντηση και προαπαιτούμενο η ειλικρίνεια με την οποία προσέρχεται ο συγγραφέας πρώτος και τον ακολουθεί σ’ αυτόν τον χορό ο αναγνώστης. Αμα προκύψει η χημεία, τότε θ’ ανάψουν μια στιγμή τα φώτα και θα έχουν λυτρωθεί και οι δύο, απολαμβάνοντας τα βήματα που έσυραν προηγουμένως παρέα.
Αυτό το μαζί είναι πια όλο και πιο δύσκολο, οι μονόλογοι κυριαρχούν στην καθημερινότητα, στον δημόσιο παράλογο λόγο, στη διαδικτυακή παρουσία. Η λογοτεχνία είναι ένα απάγκιο ισορροπίας και ομορφιάς και καλαισθησίας και εντέλει ανθρωπιάς. Η μόνη της ίσως δύναμη είναι να διασώζει κάτι από την ανάγκη μας να μένουμε αξιοπρεπείς. Και ποιητές της ζωής μας.
Το βιβλίο που γράφεις, δεν είναι ποτέ το βιβλίο που διαβάζουν οι άλλοι. Ζητούμενο είναι η συνάντηση και προαπαιτούμενο η ειλικρίνεια με την οποία προσέρχεται ο συγγραφέας πρώτος και τον ακολουθεί σ’ αυτόν τον χορό ο αναγνώστης. Αμα προκύψει η χημεία, τότε θ’ ανάψουν μια στιγμή τα φώτα και θα έχουν λυτρωθεί και οι δύο, απολαμβάνοντας τα βήματα που έσυραν προηγουμένως παρέα.
Αυτό το μαζί είναι πια όλο και πιο δύσκολο, οι μονόλογοι κυριαρχούν στην καθημερινότητα, στον δημόσιο παράλογο λόγο, στη διαδικτυακή παρουσία. Η λογοτεχνία είναι ένα απάγκιο ισορροπίας και ομορφιάς και καλαισθησίας και εντέλει ανθρωπιάς. Η μόνη της ίσως δύναμη είναι να διασώζει κάτι από την ανάγκη μας να μένουμε αξιοπρεπείς. Και ποιητές της ζωής μας.
Θάνος Σταθόπουλος
La Folie
Εκδόσεις Ικαρος
Είναι ένα μικροσκοπικό μουσείο που δεξιώνεται τα επικίνδυνα εκθέματα και τις ευγενείς αθλιότητες της παράκρουσης, του κενού, της υπαρξιακής υπερβολής, της ιστορίας της λογοτεχνίας, της αυτοβιογραφίας, της μελαγχολίας και του παραλόγου. Η σκούφια του κρατάει από τον εσωτερικό μονόλογο και τους πειραματισμούς των Γάλλων συγγραφέων του OuLiPo [Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας].
Δεν συναισθάνομαι την καθαρότητα των ειδών, αισθάνομαι πιο αναπαυτικά και σαν στο σπίτι μου κινούμενος στα όρια των πραγμάτων, στα υβρίδια και στο μεταίχμιο. Ως εκ τούτου, πάνω από δύο δεκαετίες χρησιμοποιώ εμμονικά τη λέξη κείμενο, προκειμένου να περιγράψω τη φύση και τον χαρακτήρα αυτών που γράφω. Ή, ακόμα καλύτερα: ίχνη κειμένων, θραύσματα κειμένων, ξέφτια, αποσπάσματα, σημεία. Κάτι που αναπόφευκτα μ’ έχει οδηγήσει στην έννοια του αρχείου.
Δεν μπορώ παρά να αντιλαμβάνομαι το αρχείο ως ένα απείρως διευρυμένο κείμενο, κατάστικτο από όλα τα σημεία και τις μορφές, τις αναμνήσεις και τα γεγονότα, τις δράσεις και τους συνειρμούς, τις εγγραφές, τις εγκοπές και τις καταστροφές, τις αναλογίες, τους παραλληλισμούς, τις συναρμολογήσεις, τις ανατροπές, τα συμβάντα και τα όνειρα.
Δεν συναισθάνομαι την καθαρότητα των ειδών, αισθάνομαι πιο αναπαυτικά και σαν στο σπίτι μου κινούμενος στα όρια των πραγμάτων, στα υβρίδια και στο μεταίχμιο. Ως εκ τούτου, πάνω από δύο δεκαετίες χρησιμοποιώ εμμονικά τη λέξη κείμενο, προκειμένου να περιγράψω τη φύση και τον χαρακτήρα αυτών που γράφω. Ή, ακόμα καλύτερα: ίχνη κειμένων, θραύσματα κειμένων, ξέφτια, αποσπάσματα, σημεία. Κάτι που αναπόφευκτα μ’ έχει οδηγήσει στην έννοια του αρχείου.
Δεν μπορώ παρά να αντιλαμβάνομαι το αρχείο ως ένα απείρως διευρυμένο κείμενο, κατάστικτο από όλα τα σημεία και τις μορφές, τις αναμνήσεις και τα γεγονότα, τις δράσεις και τους συνειρμούς, τις εγγραφές, τις εγκοπές και τις καταστροφές, τις αναλογίες, τους παραλληλισμούς, τις συναρμολογήσεις, τις ανατροπές, τα συμβάντα και τα όνειρα.
Δημήτρης Σωτάκης
Η ιστορία ενός Σούπερ Μάρκετ
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Κέδρος
Ξεκινώντας τη συγγραφή του εν λόγω βιβλίου, η αρχική μου προδιάθεση ήταν ξεκάθαρη. Ηθελα να γράψω για έναν άνθρωπο, ο οποίος, ενώ καταπλακώνεται από την αφόρητη μοναξιά του, ωστόσο δημιουργεί έναν μικρόκοσμο, μέσα στον οποίον αισθάνεται ασφαλής και αισιόδοξος. Από την άλλη, η προοπτική να τον τοποθετήσω σε ένα συνηθισμένο αστικό περιβάλλον, δεν μου έμοιαζε πολύ ελκυστική, μιας που θα επρόκειτο για μια ιστορία κάπως προβλέψιμη, και άλλωστε έχω, κατά κάποιο τρόπο, ασχοληθεί σε προηγούμενα βιβλία μου με το ζήτημα.
Είχα, λοιπόν, την ιδέα να κατασκευάσω μια πλοκή που θα έφερνε τον ήρωα αντιμέτωπο με πρωτόγνωρες συνθήκες, καταλήγοντας ναυαγός σε ένα ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Και ακριβώς από εκεί αρχίζει και ξεδιπλώνει την κοσμοθεωρία του, χαρτογραφεί τις σκέψεις του, οι οποίες σταδιακά μεταμορφώνονται σε μία και μοναδική εμμονή. Να πετύχει.
Να ξεχάσει το μέτριο παρελθόν του, ως ένας ασήμαντος θαμώνας της συνοικιακής παμπ, όπου ξημεροβραδιαζόταν βλέποντας ποδόσφαιρο και πίνοντας μπίρες, και να μεταμορφωθεί σε έναν ιδιοφυή επιχειρηματία, που θα σημαδέψει με τη μεγαλοπρεπή του έμπνευση ολόκληρο τον πλανήτη. Μόνος, ξεχασμένος από τους ανθρώπους, οι οποίοι προφανώς τον θεωρούν ήδη νεκρό, αποφασίζει να ανοίξει εκεί ένα Σούπερ Μάρκετ, ένα κατάστημα που όμοιό του δεν θα υπάρχει πουθενά στον κόσμο.
Το μυθιστόρημα γράφτηκε γρήγορα, δούλευα με ταχύτητα, καθώς η ίδια η φύση του ήρωα, η προσωπικότητά του, καθώς ξεδιπλωνόταν, γεμάτος εμμονές, χιούμορ και μια αναπάντεχη επιθυμία να δραπετεύσει από το υπαρξιακό του αδιέξοδο, με διευκόλυναν να τον παρακολουθήσω, σπρώχνοντας την ίδια την ιστορία στα όριά της. Αδυνατώ να κρίνω το τελικό αποτέλεσμα, όμως είμαι ικανοποιημένος που με αυτή τη δουλειά μου παρέκκλινα απ’ ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα -τουλάχιστον υφολογικά-, κάτι που χρειάζομαι, προκειμένου η λογοτεχνία να συνεχίσει να αποτελεί για μένα μια «χώρα» δημιουργικότητας και χαράς.
Είχα, λοιπόν, την ιδέα να κατασκευάσω μια πλοκή που θα έφερνε τον ήρωα αντιμέτωπο με πρωτόγνωρες συνθήκες, καταλήγοντας ναυαγός σε ένα ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Και ακριβώς από εκεί αρχίζει και ξεδιπλώνει την κοσμοθεωρία του, χαρτογραφεί τις σκέψεις του, οι οποίες σταδιακά μεταμορφώνονται σε μία και μοναδική εμμονή. Να πετύχει.
Να ξεχάσει το μέτριο παρελθόν του, ως ένας ασήμαντος θαμώνας της συνοικιακής παμπ, όπου ξημεροβραδιαζόταν βλέποντας ποδόσφαιρο και πίνοντας μπίρες, και να μεταμορφωθεί σε έναν ιδιοφυή επιχειρηματία, που θα σημαδέψει με τη μεγαλοπρεπή του έμπνευση ολόκληρο τον πλανήτη. Μόνος, ξεχασμένος από τους ανθρώπους, οι οποίοι προφανώς τον θεωρούν ήδη νεκρό, αποφασίζει να ανοίξει εκεί ένα Σούπερ Μάρκετ, ένα κατάστημα που όμοιό του δεν θα υπάρχει πουθενά στον κόσμο.
Το μυθιστόρημα γράφτηκε γρήγορα, δούλευα με ταχύτητα, καθώς η ίδια η φύση του ήρωα, η προσωπικότητά του, καθώς ξεδιπλωνόταν, γεμάτος εμμονές, χιούμορ και μια αναπάντεχη επιθυμία να δραπετεύσει από το υπαρξιακό του αδιέξοδο, με διευκόλυναν να τον παρακολουθήσω, σπρώχνοντας την ίδια την ιστορία στα όριά της. Αδυνατώ να κρίνω το τελικό αποτέλεσμα, όμως είμαι ικανοποιημένος που με αυτή τη δουλειά μου παρέκκλινα απ’ ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα -τουλάχιστον υφολογικά-, κάτι που χρειάζομαι, προκειμένου η λογοτεχνία να συνεχίσει να αποτελεί για μένα μια «χώρα» δημιουργικότητας και χαράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου