Paul Klee ‘Ad Parnassum’ (1932) oil & casein on canvas, Kunstmuseum, Bern
Ad Parnassum* (1)
Συντάκτης:
Ακούω συχνά να λένε για κάποιους φιλοσόφους, για τον Χάιντεγκερ ας πούμε, ότι είναι μεγάλος στοχαστής. Το ότι υπήρξε ασυνεπής στη ζωή του, είναι άλλο ζήτημα. Η ψύχραιμη αυτή διατύπωση συμπληρώνεται από μια άλλη, πιο εκλεπτυσμένη, που έχει εκφραστεί και από πρόσωπα που χαράσσουν την πνευματική πορεία του ταλαίπωρου τόπου μας.
Τη συνοψίζω λίγο ελεύθερα: «Η φιλοσοφία δεν έχει πολιτικό χρώμα. Το έργο των φιλοσόφων ανήκει σε όλους όσοι το ανατέμνουν και το ανασυνθέτουν με δική τους πλέον πρωτοβουλία».
Ενίσταμαι. Αν η φιλοσοφία, είτε το επιζητεί προγραμματικά είτε όχι, δεν είναι μόνον οντολογία και αισθητική, αλλά αναπόδραστα και ηθική, τότε αυτό το «τι το δέον ποιείν» την οδηγεί υποχρεωτικά στο να καταστεί και πολιτική.
Πράγμα που δεν έχει και πολύ να κάνει με το πού τοποθετείται ο φιλόσοφος- και όχι μόνο- στο πλαίσιο του φάσματος «Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά» που κληρονομήσαμε χωρίς τον αναγκαίο αναστοχασμό από τη Γαλλική Επανάσταση.
Η αναλογία με την τέχνη είναι προφανής. «Δεν μπορούμε να πιστοποιήσουμε αν ο Αισχύλος ήταν συντηρητικός ή προοδευτικός», έγραφε κάπου ο Πιερ Βιντάλ Νακέ, γνωρίζοντας ωστόσο και υπογραμμίζοντας πόσο αυτός και οι άλλοι τραγικοί καθώς και ο Αριστοφάνης ήταν θεμελιωδώς πολιτικοί.
Για να προσθέσω ότι την αίσθηση μιας βαθιάς πολιτικότητας αναδύει και ο λόγος ανθρώπων που τους λέμε «καθημερινούς», μη «επώνυμους» κ.λπ., σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο που να μη νιώθει κανείς την ανάγκη να τους ζητήσει τα κομματικά τους διαπιστευτήρια.
Ενας μακρύς σχετικά πρόλογος για να μιλήσω για την απώλεια. Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος απέδρασε στον Παρνασσό (Ad Parnassum, για να θυμηθώ τον πίνακα του Paul Klee) στα εκατόν τρία του χρόνια. «Πλήρης ημερών», θα έλεγαν τα κλισέ.
Πόσο πλήρεις μπορούν να είναι ποτέ οι μέρες ενός αγαθού πνεύματος που χρόνια πριν αποδημήσει επέμενε να φτερουγίζει πάνω από την τρέχουσα μιζέρια;
Γι’ αυτόν έχουν ειπωθεί αυτά που λέμε «τα βασικά». Μικρασιατική καταγωγή και προσωπική βίωση του τραύματος του «συνωστισμού». Συμμετοχή στον αγώνα κατά των Γερμανών εισβολέων και στην αντίσταση, προεδρία του ελληνοσοβιετικού, Ικαρία και Μακρόνησος, αντιπαράθεση στη χούντα.
Υπουργοποίηση στον τομέα της Παιδείας, πρόεδρος της Ακαδημίας, υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Δεκάδες φιλοσοφικά και άλλα έργα και αντίστοιχες ελληνικές και άλλες διακρίσεις.
Από όλα αυτά διαλέγω τα ελάχιστα αν και όχι περιθωριακά. Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος ήταν παροιμιώδης, λένε αυτοί που τον γνώρισαν, για την τρομερή του ευρυμάθεια βασισμένη σε μια τερατώδη μνήμη. Διηγούνται –και «se non è véro è ben trovato»* (2)- ότι ένας ευγενής –προς ώρας- Γερμανός αξιωματικός που είδε τον Δεσποτόπουλο μετά την ήττα της Ελλάδας να περπατά πεζός με τους φαντάρους του, τον ανέβασε στο αυτοκίνητό του και άρχισε να του απαγγέλλει Ομηρο.
Οταν εξάντλησε τις γνώσεις του, τη σκυτάλη ανέλαβε ο Δεσποτόπουλος και ύστερα από λίγο ο Γερμανός τον κατέβασε από το αυτοκίνητο. Είχε πάθει κατάθλιψη διότι ο ταλαιπωρημένος Ελληνας αξιωματικός έμοιαζε να ξέρει όλο το έπος απέξω.
Και από το ανέκδοτο σε κάτι ίσως το πιο κεντρικό. Στα φιλοσοφικά σεμινάρια ανά τον κόσμο συζητείται ακόμη η περίφημη θέση του Δεσποτόπουλου σύμφωνα με την οποία τα χωρία της πλατωνικής Πολιτείας που αφορούν την αποδοχή της δουλοκτησίας είναι corrupta, οβελιστέα ή με πιο απλά λόγια πλαστά.
Δεν μπορώ να αποφανθώ για την εγκυρότητα της σημαντικής πρότασής του. Αλλά μπορώ να πω ότι για τον φιλόσοφο που έζησε όπως έγραψε, με μια βαθιά αλληλουχία σκέπτεσθαι και πράττειν, ήταν φυσικό να βλέπει στον Πλάτωνά «του», τον κήρυκα της αξιοκρατίας που είναι η πιο βαθιά δημοκρατία, έναν εχθρό της ανθρώπινης δουλείας, που ο φιλόσοφος Δεσποτόπουλος την πολέμησε με έργο και λόγο σε κάθε του βήμα.
Στα δύσκολα, εξόριστος στη Μακρόνησο, που άλλοι την έβλεπαν ως τον νέο Παρθενώνα, αλλά και στα άλλα δύσκολα, που είναι η «κανονική» ζωή.
Τη συνοψίζω λίγο ελεύθερα: «Η φιλοσοφία δεν έχει πολιτικό χρώμα. Το έργο των φιλοσόφων ανήκει σε όλους όσοι το ανατέμνουν και το ανασυνθέτουν με δική τους πλέον πρωτοβουλία».
Ενίσταμαι. Αν η φιλοσοφία, είτε το επιζητεί προγραμματικά είτε όχι, δεν είναι μόνον οντολογία και αισθητική, αλλά αναπόδραστα και ηθική, τότε αυτό το «τι το δέον ποιείν» την οδηγεί υποχρεωτικά στο να καταστεί και πολιτική.
Πράγμα που δεν έχει και πολύ να κάνει με το πού τοποθετείται ο φιλόσοφος- και όχι μόνο- στο πλαίσιο του φάσματος «Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά» που κληρονομήσαμε χωρίς τον αναγκαίο αναστοχασμό από τη Γαλλική Επανάσταση.
Η αναλογία με την τέχνη είναι προφανής. «Δεν μπορούμε να πιστοποιήσουμε αν ο Αισχύλος ήταν συντηρητικός ή προοδευτικός», έγραφε κάπου ο Πιερ Βιντάλ Νακέ, γνωρίζοντας ωστόσο και υπογραμμίζοντας πόσο αυτός και οι άλλοι τραγικοί καθώς και ο Αριστοφάνης ήταν θεμελιωδώς πολιτικοί.
Για να προσθέσω ότι την αίσθηση μιας βαθιάς πολιτικότητας αναδύει και ο λόγος ανθρώπων που τους λέμε «καθημερινούς», μη «επώνυμους» κ.λπ., σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο που να μη νιώθει κανείς την ανάγκη να τους ζητήσει τα κομματικά τους διαπιστευτήρια.
Ενας μακρύς σχετικά πρόλογος για να μιλήσω για την απώλεια. Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος απέδρασε στον Παρνασσό (Ad Parnassum, για να θυμηθώ τον πίνακα του Paul Klee) στα εκατόν τρία του χρόνια. «Πλήρης ημερών», θα έλεγαν τα κλισέ.
Πόσο πλήρεις μπορούν να είναι ποτέ οι μέρες ενός αγαθού πνεύματος που χρόνια πριν αποδημήσει επέμενε να φτερουγίζει πάνω από την τρέχουσα μιζέρια;
Γι’ αυτόν έχουν ειπωθεί αυτά που λέμε «τα βασικά». Μικρασιατική καταγωγή και προσωπική βίωση του τραύματος του «συνωστισμού». Συμμετοχή στον αγώνα κατά των Γερμανών εισβολέων και στην αντίσταση, προεδρία του ελληνοσοβιετικού, Ικαρία και Μακρόνησος, αντιπαράθεση στη χούντα.
Υπουργοποίηση στον τομέα της Παιδείας, πρόεδρος της Ακαδημίας, υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Δεκάδες φιλοσοφικά και άλλα έργα και αντίστοιχες ελληνικές και άλλες διακρίσεις.
Από όλα αυτά διαλέγω τα ελάχιστα αν και όχι περιθωριακά. Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος ήταν παροιμιώδης, λένε αυτοί που τον γνώρισαν, για την τρομερή του ευρυμάθεια βασισμένη σε μια τερατώδη μνήμη. Διηγούνται –και «se non è véro è ben trovato»* (2)- ότι ένας ευγενής –προς ώρας- Γερμανός αξιωματικός που είδε τον Δεσποτόπουλο μετά την ήττα της Ελλάδας να περπατά πεζός με τους φαντάρους του, τον ανέβασε στο αυτοκίνητό του και άρχισε να του απαγγέλλει Ομηρο.
Οταν εξάντλησε τις γνώσεις του, τη σκυτάλη ανέλαβε ο Δεσποτόπουλος και ύστερα από λίγο ο Γερμανός τον κατέβασε από το αυτοκίνητο. Είχε πάθει κατάθλιψη διότι ο ταλαιπωρημένος Ελληνας αξιωματικός έμοιαζε να ξέρει όλο το έπος απέξω.
Και από το ανέκδοτο σε κάτι ίσως το πιο κεντρικό. Στα φιλοσοφικά σεμινάρια ανά τον κόσμο συζητείται ακόμη η περίφημη θέση του Δεσποτόπουλου σύμφωνα με την οποία τα χωρία της πλατωνικής Πολιτείας που αφορούν την αποδοχή της δουλοκτησίας είναι corrupta, οβελιστέα ή με πιο απλά λόγια πλαστά.
Δεν μπορώ να αποφανθώ για την εγκυρότητα της σημαντικής πρότασής του. Αλλά μπορώ να πω ότι για τον φιλόσοφο που έζησε όπως έγραψε, με μια βαθιά αλληλουχία σκέπτεσθαι και πράττειν, ήταν φυσικό να βλέπει στον Πλάτωνά «του», τον κήρυκα της αξιοκρατίας που είναι η πιο βαθιά δημοκρατία, έναν εχθρό της ανθρώπινης δουλείας, που ο φιλόσοφος Δεσποτόπουλος την πολέμησε με έργο και λόγο σε κάθε του βήμα.
Στα δύσκολα, εξόριστος στη Μακρόνησο, που άλλοι την έβλεπαν ως τον νέο Παρθενώνα, αλλά και στα άλλα δύσκολα, που είναι η «κανονική» ζωή.
Διαβαστε επισης:
«Η Δημοκρατία δεν διακρίνει πάντα τους καλούς από τους κακούς. Παραμένει όμως το λιγότερο κακό πολίτευμα».
*Gerontakos, Σημειώσεις :
1. (Gradus) ad Parnassum = (Σκαλί ) στον Παρνασσό. H φράση συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορα βιβλία διδασκαλίας ή οδηγούς για να δηλώσει τη σταδιακή πρόοδο στη λογοτεχνία τη διδασκαλία της γλώσσας, της μουσικής ή των τεχνών..
2. Se non è véro, è ben trovato» (Ιταλ.) = Aν δεν είναι αληθινό, έχει εύστοχα επινοηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου