Πώς εξελίσσεται η Θεσσαλονίκη; Η «μητρόπολη των Βαλκανίων»; Η πόλη που «καμπυλώνει σαν τόξο γύρω από την μητρική θάλασσα»; Η πολυτραγουδισμένη «φτωχομάνα»; Η πόλη όλων των θρησκειών; Η παλιά βυζαντινή συμβασιλεύουσα;
Όταν ο αέρας είναι διαυγής και το αεροπλάνο παίρνει βορινή πορεία κατά την απογείωσή του μπορείς να δεις από ψηλά ολόκληρη την πόλη σ’ ένα τοπίο σχεδόν ιδανικό, ξαπλωμένη στις μαλακές κατωφέρειες του Χορτιάτη σε συνεχή επαφή με μια θάλασσα που λαμπυρίζει. Την συμπαγή γκριζόλευκη μάζα των κτισμένων οικοδομικών νησίδων χαράσσουν με τις γραμμές τους οι βαθιά σκιασμένοι δρόμοι. Η Πάνω Πόλη με τις στέγες της κρέμεται σαν μπαλκόνι πάνω στον αστικό ιστό. Αλλά αν από ψηλά η πόλη είναι ιδιαίτερα φωτογενής, όταν την περπατάς στις συνοικίες και στο κέντρο της τα πράγματα αλλάζουν. Η πολυκατοικία κυριαρχεί παντού και η εντατική και εξαιρετικά πυκνή δόμηση αντιμάχεται την γεωγραφική ιδιοτυπία του αστικού τοπίου, διαμορφώνοντας ένα κοινότοπο και ανώνυμο περιβάλλον. Τα μνημεία της χάνονται μέσα στο μπετόν, οι ελεύθεροι χώροι είναι αδιάφοροι και άχρωμοι, τα πεζοδρόμια μίζερα και κακοφτιαγμένα, τα δένδρα καχεκτικά, τα αυτοκίνητα παντού, ο θόρυβος ανυπόφορος. Η Θεσσαλονίκη έχει γίνει πάνω απ’ όλα «στενόχωρη».
Το παράξενο είναι ότι παρ’ όλη την πυκνότητά της η πόλη έχει παράλληλα απλωθεί ιδιαίτερα πολύ στην τελευταία 15ετία. Από το 1870, οπότε για πρώτη φορά επεκτάθηκε έξω από τα τείχη της, μέχρι σήμερα, δηλαδή μέσα σε 140 χρόνια, η πόλη εικοσαπλασίασε την έκτασή της.
Οι αλλαγές είναι εντυπωσιακές: Περαία, Αγία Τριάδα, όλα τα παλιά θέρετρα στις νότιες ακτές του Θερμαϊκού κόλπου έχουν γεμίσει με μόνιμους κατοίκους. Στην ανατολική είσοδο της πόλης, οι παλιές κλασικές εγκαταστάσεις -καρνάγια, φυτώρια, μάντρες, μικρά αγροκτήματα και ήπιες βιομηχανίες- δίνουν την θέση τους σε πιο επικερδή και φιλόδοξα επιχειρηματικά συγκροτήματα: Εμπορικά πολύκεντρα μικροαστικής πολυτέλειας (Mediterranean Cosmos, Apollonian Center, κλπ,) multiplex κινηματογράφοι, περιοχές αναψυχής (waterland) και από δίπλα trendy ξενοδοχεία και νοσοκομειακές μονάδες, καζίνα, νυχτερινά κέντρα και ιδιωτικά σχολεία. Αλλά και όσο φθάνει το μάτι προς τα υψώματα (Σέδες και Χορτιάτη) και ολόγυρα στην εκτεταμένη ακτή του Θερμαϊκού κόλπου μάντρες υλικών, συνεργεία αυτοκινήτων, χώροι φύλαξης σκαφών και τροχόσπιτων ή συναρμολόγησης προκατασκευασμένων κατοικιών και εκκλησιών (!), λειτουργούν ανάμεσα σε κατοικίες (μονοκατοικίες, συγκροτήματα και πολυκατοικίες), νόμιμες ή παράνομες, ακριβές και συνήθως με την απαραίτητη πισίνα, σ’ ένα τοπίο απίστευτης ασχήμιας, όχι μακριά από μια θάλασσα που παραμένει αναξιοποίητη και απωθητική. Μια ασαφής αδιευκρίνιστη δόμηση, που μόνο εικόνα προαστίου δεν παρέχει, ενώ τα τελευταία στοιχεία της φύσης εξαφανίζονται.
Παρόμοια άχαρη εικόνα παρουσιάζει και η δυτική πλευρά της πόλης. Τα παλιά εργοστασιακά συγκροτήματα με τις ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές μορφές, τα τούβλα τους και τα φουγάρα τους, οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα εργαστήρια μέσα σε σκονισμένα περιβόλια, έχουν χαθεί ανάμεσα σε τεράστιους γραφειακούς χώρους και έδρες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ανισόπεδες διαβάσεις και κόμβους αυτοκινητοδρόμων, ογκώδη κτιριακά συγκροτήματα για τα ΚΤΕΛ, τα ΚΤΕΟ, τα ΤΕΙ και τα Καρφουρ κλπ ανάκατα με πολυκατοικίες μεσαιο-χαμηλών εισοδημάτων που σε μεγάλο βαθμό απευθύνονται στο αγοραστικό κοινό οικονομικών μεταναστών.
Στο εσωτερικό της η πόλη «πνίγεται» κυριολεκτικά από την άτακτη κυκλοφορία και στάθμευση των ιδιωτικών αυτοκινήτων, ενώ κανένας ελεύθερος δημόσιος χώρος δεν προστέθηκε μετά από την επιχωμάτωση της Νέας παραλίας στα 1960-70. Αντίθετα πολλοί σχετικά αδόμητοι χώροι (Πανεπιστημιούπολη, ΔΕΘ, Δημαρχείο κλπ) ανοικοδομήθηκαν εντατικά. Η ποικιλία δημόσιων και ιδιωτικών δραστηριοτήτων και λειτουργιών που δίνουν ζωντάνια στο κέντρο όλες τις μέρες και τις ώρες αντέχει ακόμη μόνον χάρη στην μακριά της ιστορία, και χάρη σε επί μέρους αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, πολλές από τις οποίες οφείλονται στην ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1997 (θέατρα, μουσεία, μνημεία). Στο ίδιο πλαίσιο εξαγοράστηκαν, αποκαταστάθηκαν ελκυστικά και διατέθηκαν σε φορείς και πολιτιστικές οργανώσεις αρκετά παλιά κτίρια στην Πάνω Πόλη, χωρίς όμως να ανατρέψουν τις εντυπώσεις από την ιδιωτική ανοικοδόμηση στην ίδια περιοχή που έχει τραυματίσει σοβαρά την ιστορική εικόνα της μοναδικής ίσως συνοικίας της Θεσσαλονίκης που είχε διατηρηθεί ως σύνολο.Φοβάμαι ότι η εντεινόμενη χωρική υποβάθμιση αλλά και η εντυπωσιακή εξοικείωση με την ασκήμια των περισσότερων κατοίκων της πόλης αντανακλούν μια τοπική κοινωνία που δεν απέκτησε «αστική συνείδηση», ενώ συγχρόνως έχει χάσει την παραδοσιακή καλαισθησία και γενναιοδωρία που δημιούργησαν με συλλογικές προσπάθειες τους πανέμορφους ιστορικούς οικισμούς μας. Όλα σήμερα στην Θεσσαλονίκη πιστοποιούν την πρωτοκαθεδρία της κερδοσκοπικής αρπακτικότητας και του ατομικού πλουτισμού. Λείπουν δραματικά η «απλοχωριά» και ο «πολιτισμός» στην συμπεριφορά των κατοίκων: Στο χώρο, αυτό εκδηλώνεται με την κατάληψή του με διαφημίσεις, καρεκλοτράπεζα, σκουπιδοτενεκέδες και αυτοκίνητα. Στη συμπεριφορά, με την απουσία μιας χαμογελαστής διάθεσης, μιας κατ’ αρχήν αντιμετώπισης του άλλου (όποιος κι αν είναι αυτός) όχι ως αντίπαλου ή διεκδικητή, αλλά ως συνεπιβάτη και «συμπαίκτη» στο καθημερινό σκηνικό της πόλης. Νάτη και πάλι η έλλειψη του χώρου, η «στενοχωρία»: η οργισμένη διεκδίκηση μιας θέσης στο συνωστισμένο λεωφορείο, στην ουρά της στάσης ή μπροστά σε μια θέση στάθμευσης. Το άγριο βλέμμα στον ξένο που αργοπορεί ή στον οδηγό που καθυστερεί στο φανάρι. Η απουσία μιας φιλικής συγνώμης όταν κάποιος σε σπρώχνει στο δρόμο, σου διπλοπαρκάρει, ή όταν παρακαλείς για ησυχία στον υγρό φωταγωγό.
Ο πολιτισμός μιας πόλης φαίνεται από την ποιότητα του δημόσιου χώρου της και τον τρόπο που οι κάτοικοί της κινούνται μέσα σ’αυτόν. Οι ταξιδιώτες που κάποτε, όχι πολύ παλιά, έφευγαν γοητευμένοι από την πόλη, τώρα απορούν. Και τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά – οι λόφοι, οι βουνοκορφές, η θάλασσα και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα- δεν αρκούν πια για να εμπνεύσουν τους ποιητές. Και, μοιάζει απίστευτο αλλά είναι αληθινό, όταν μια πόλη δεν εμπνέει τους ποιητές, δεν εμπνέει ούτε τους επενδυτές. Λυπάμαι, πολύ λυπάμαι, η Θεσσαλονίκη δεν μου αρέσει πια.
Όταν ο αέρας είναι διαυγής και το αεροπλάνο παίρνει βορινή πορεία κατά την απογείωσή του μπορείς να δεις από ψηλά ολόκληρη την πόλη σ’ ένα τοπίο σχεδόν ιδανικό, ξαπλωμένη στις μαλακές κατωφέρειες του Χορτιάτη σε συνεχή επαφή με μια θάλασσα που λαμπυρίζει. Την συμπαγή γκριζόλευκη μάζα των κτισμένων οικοδομικών νησίδων χαράσσουν με τις γραμμές τους οι βαθιά σκιασμένοι δρόμοι. Η Πάνω Πόλη με τις στέγες της κρέμεται σαν μπαλκόνι πάνω στον αστικό ιστό. Αλλά αν από ψηλά η πόλη είναι ιδιαίτερα φωτογενής, όταν την περπατάς στις συνοικίες και στο κέντρο της τα πράγματα αλλάζουν. Η πολυκατοικία κυριαρχεί παντού και η εντατική και εξαιρετικά πυκνή δόμηση αντιμάχεται την γεωγραφική ιδιοτυπία του αστικού τοπίου, διαμορφώνοντας ένα κοινότοπο και ανώνυμο περιβάλλον. Τα μνημεία της χάνονται μέσα στο μπετόν, οι ελεύθεροι χώροι είναι αδιάφοροι και άχρωμοι, τα πεζοδρόμια μίζερα και κακοφτιαγμένα, τα δένδρα καχεκτικά, τα αυτοκίνητα παντού, ο θόρυβος ανυπόφορος. Η Θεσσαλονίκη έχει γίνει πάνω απ’ όλα «στενόχωρη».
Το παράξενο είναι ότι παρ’ όλη την πυκνότητά της η πόλη έχει παράλληλα απλωθεί ιδιαίτερα πολύ στην τελευταία 15ετία. Από το 1870, οπότε για πρώτη φορά επεκτάθηκε έξω από τα τείχη της, μέχρι σήμερα, δηλαδή μέσα σε 140 χρόνια, η πόλη εικοσαπλασίασε την έκτασή της.
Οι αλλαγές είναι εντυπωσιακές: Περαία, Αγία Τριάδα, όλα τα παλιά θέρετρα στις νότιες ακτές του Θερμαϊκού κόλπου έχουν γεμίσει με μόνιμους κατοίκους. Στην ανατολική είσοδο της πόλης, οι παλιές κλασικές εγκαταστάσεις -καρνάγια, φυτώρια, μάντρες, μικρά αγροκτήματα και ήπιες βιομηχανίες- δίνουν την θέση τους σε πιο επικερδή και φιλόδοξα επιχειρηματικά συγκροτήματα: Εμπορικά πολύκεντρα μικροαστικής πολυτέλειας (Mediterranean Cosmos, Apollonian Center, κλπ,) multiplex κινηματογράφοι, περιοχές αναψυχής (waterland) και από δίπλα trendy ξενοδοχεία και νοσοκομειακές μονάδες, καζίνα, νυχτερινά κέντρα και ιδιωτικά σχολεία. Αλλά και όσο φθάνει το μάτι προς τα υψώματα (Σέδες και Χορτιάτη) και ολόγυρα στην εκτεταμένη ακτή του Θερμαϊκού κόλπου μάντρες υλικών, συνεργεία αυτοκινήτων, χώροι φύλαξης σκαφών και τροχόσπιτων ή συναρμολόγησης προκατασκευασμένων κατοικιών και εκκλησιών (!), λειτουργούν ανάμεσα σε κατοικίες (μονοκατοικίες, συγκροτήματα και πολυκατοικίες), νόμιμες ή παράνομες, ακριβές και συνήθως με την απαραίτητη πισίνα, σ’ ένα τοπίο απίστευτης ασχήμιας, όχι μακριά από μια θάλασσα που παραμένει αναξιοποίητη και απωθητική. Μια ασαφής αδιευκρίνιστη δόμηση, που μόνο εικόνα προαστίου δεν παρέχει, ενώ τα τελευταία στοιχεία της φύσης εξαφανίζονται.
Παρόμοια άχαρη εικόνα παρουσιάζει και η δυτική πλευρά της πόλης. Τα παλιά εργοστασιακά συγκροτήματα με τις ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές μορφές, τα τούβλα τους και τα φουγάρα τους, οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα εργαστήρια μέσα σε σκονισμένα περιβόλια, έχουν χαθεί ανάμεσα σε τεράστιους γραφειακούς χώρους και έδρες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ανισόπεδες διαβάσεις και κόμβους αυτοκινητοδρόμων, ογκώδη κτιριακά συγκροτήματα για τα ΚΤΕΛ, τα ΚΤΕΟ, τα ΤΕΙ και τα Καρφουρ κλπ ανάκατα με πολυκατοικίες μεσαιο-χαμηλών εισοδημάτων που σε μεγάλο βαθμό απευθύνονται στο αγοραστικό κοινό οικονομικών μεταναστών.
Στο εσωτερικό της η πόλη «πνίγεται» κυριολεκτικά από την άτακτη κυκλοφορία και στάθμευση των ιδιωτικών αυτοκινήτων, ενώ κανένας ελεύθερος δημόσιος χώρος δεν προστέθηκε μετά από την επιχωμάτωση της Νέας παραλίας στα 1960-70. Αντίθετα πολλοί σχετικά αδόμητοι χώροι (Πανεπιστημιούπολη, ΔΕΘ, Δημαρχείο κλπ) ανοικοδομήθηκαν εντατικά. Η ποικιλία δημόσιων και ιδιωτικών δραστηριοτήτων και λειτουργιών που δίνουν ζωντάνια στο κέντρο όλες τις μέρες και τις ώρες αντέχει ακόμη μόνον χάρη στην μακριά της ιστορία, και χάρη σε επί μέρους αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, πολλές από τις οποίες οφείλονται στην ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1997 (θέατρα, μουσεία, μνημεία). Στο ίδιο πλαίσιο εξαγοράστηκαν, αποκαταστάθηκαν ελκυστικά και διατέθηκαν σε φορείς και πολιτιστικές οργανώσεις αρκετά παλιά κτίρια στην Πάνω Πόλη, χωρίς όμως να ανατρέψουν τις εντυπώσεις από την ιδιωτική ανοικοδόμηση στην ίδια περιοχή που έχει τραυματίσει σοβαρά την ιστορική εικόνα της μοναδικής ίσως συνοικίας της Θεσσαλονίκης που είχε διατηρηθεί ως σύνολο.Φοβάμαι ότι η εντεινόμενη χωρική υποβάθμιση αλλά και η εντυπωσιακή εξοικείωση με την ασκήμια των περισσότερων κατοίκων της πόλης αντανακλούν μια τοπική κοινωνία που δεν απέκτησε «αστική συνείδηση», ενώ συγχρόνως έχει χάσει την παραδοσιακή καλαισθησία και γενναιοδωρία που δημιούργησαν με συλλογικές προσπάθειες τους πανέμορφους ιστορικούς οικισμούς μας. Όλα σήμερα στην Θεσσαλονίκη πιστοποιούν την πρωτοκαθεδρία της κερδοσκοπικής αρπακτικότητας και του ατομικού πλουτισμού. Λείπουν δραματικά η «απλοχωριά» και ο «πολιτισμός» στην συμπεριφορά των κατοίκων: Στο χώρο, αυτό εκδηλώνεται με την κατάληψή του με διαφημίσεις, καρεκλοτράπεζα, σκουπιδοτενεκέδες και αυτοκίνητα. Στη συμπεριφορά, με την απουσία μιας χαμογελαστής διάθεσης, μιας κατ’ αρχήν αντιμετώπισης του άλλου (όποιος κι αν είναι αυτός) όχι ως αντίπαλου ή διεκδικητή, αλλά ως συνεπιβάτη και «συμπαίκτη» στο καθημερινό σκηνικό της πόλης. Νάτη και πάλι η έλλειψη του χώρου, η «στενοχωρία»: η οργισμένη διεκδίκηση μιας θέσης στο συνωστισμένο λεωφορείο, στην ουρά της στάσης ή μπροστά σε μια θέση στάθμευσης. Το άγριο βλέμμα στον ξένο που αργοπορεί ή στον οδηγό που καθυστερεί στο φανάρι. Η απουσία μιας φιλικής συγνώμης όταν κάποιος σε σπρώχνει στο δρόμο, σου διπλοπαρκάρει, ή όταν παρακαλείς για ησυχία στον υγρό φωταγωγό.
Ο πολιτισμός μιας πόλης φαίνεται από την ποιότητα του δημόσιου χώρου της και τον τρόπο που οι κάτοικοί της κινούνται μέσα σ’αυτόν. Οι ταξιδιώτες που κάποτε, όχι πολύ παλιά, έφευγαν γοητευμένοι από την πόλη, τώρα απορούν. Και τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά – οι λόφοι, οι βουνοκορφές, η θάλασσα και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα- δεν αρκούν πια για να εμπνεύσουν τους ποιητές. Και, μοιάζει απίστευτο αλλά είναι αληθινό, όταν μια πόλη δεν εμπνέει τους ποιητές, δεν εμπνέει ούτε τους επενδυτές. Λυπάμαι, πολύ λυπάμαι, η Θεσσαλονίκη δεν μου αρέσει πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου