Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι όταν η Βασιλική έφτασε κοντά στο ποτάμι που στις όχθες του είχε νάρκισσους και νερολούλουδα. Έρρεε στους πρόποδες του βουνού που είχε ένα παράξενο, ζοφερό όνομα. Το λέγανε το Βουνό των Νεκρών. Παρά την υγρασία ήταν γλυκός ο καιρός, μια ατμόσφαιρα χλιαρή με φθινοπωρινές αποχρώσεις του μωβ, του γκρι και του χρυσού. Της άρεσε πολύ αυτός ο περίπατος και τον έκανε συχνά.
Η
ματιά της σταμάτησε, όπως κάθε φορά, στο πέτρινο δέντρο. Ο θρύλος έλεγε πως
τούτο το δέντρο χρεώθηκε με τον όρκο τον ιερό που κάποτε δόθηκε πάνω από τις
ρίζες του. Δεν το άντεξε και πέτρωσε. Χίλια χρόνια τώρα στέκεται εκεί, βουβό.
Βουβό και ακίνητο. Με τον άνεμο τυλιγμένο στα κλαδιά. Γυμνό, γέρικο δέντρο από
πέτρα που ράγισε όταν το τύλιξε ο χρόνος. Λένε πως κάποτε ένα παιδί βρήκε την
πέτρα που μιλάει. Λένε ακόμα πως ήταν από το δέντρο την ώρα που γινόταν πέτρα.
Πως ήταν χαραγμένη με όλους τους πόνους της σιωπής του. Η χαραγμένη πέτρα, λένε,
κάποια βράδια έκλαιγε. Ήταν αυτή που κύλησε και στάθηκε στις όχθες της λύπης.
Ένα
τοπίο υγρό, μαλακό, εύθρυπτο. Ονειρικά
το τυλίγουν οι κινούμενες δέσμες της ομίχλης. Το δέντρο που πέτρωσε τυλιγμένο κι
αυτό απ’ τις υδάτινες ροές μοιάζει να χορεύει. Της ομίχλης το σύννεφο το κάνει
να φαντάζει ακόμα πιο απόκοσμο. Στον ουρανό τα
πουλιά
πετούσανε με λαλιά παράξενη. Ήχο νερού γαργαριστό, θροΐσματα φύλλων άκουγες.
Συρίγματα μιλητικά γέμιζαν τον αγέρα.
Λίγο
πιο πέρα απ’ το δέντρο, έστεκε ένα μεγάλο και έρημο σπίτι που από πέτρα
λαξεμένη ήταν φτιαγμένο και που τώρα σωρό ερειπίων περισσότερο θύμιζε. Μια
ιστορία έκρυβε που κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν θέλησε να μάθει. Τα μάτια του
χρόνου, χωμένα στις βαθιές ρωγμές του, σχημάτιζαν αυλάκια άτσαλα. Σαν το
πλησίαζες ένοιωθες μια παράξενη φόρτιση στον αέρα, μια ανατριχίλα
αδιόρατη, λες
και οι ζωές που πέρασαν από εδώ ανεξίτηλα άφησαν τα ίχνη τους. Τα ίχνη που
πότισαν τους τοίχους και τον αγέρα γέμισαν ψιθύρους και σιωπές…
Η
Βασιλική στέκεται ασάλευτη. Ανασαίνει τον αγέρα βαθιά, να πάρει όλο του το άρωμα
και όλα τα μυστικά που κουβαλάει. Κοιτάζει μαγεμένη το σπίτι και τον περίβολό
του. Την
πέτρινη
μάντρα,
που
κάποια τμήματά της κρατούσανε ακόμα, τους
γκρεμισμένους στάβλους, τα δέντρα τα γέρικα τα τυλιγμένα στις
καταιγίδες.
Ήταν
εκείνη τη στιγμή που τον είδε. Έστεκε ακριβώς δίπλα της. Ήταν ένας άνδρας νέος.
Φορούσε πουκάμισο άσπρο, παντελόνι στενό με δερμάτινες μπότες. Τα μάτια του
κατάμαυρα
με
τη λύπη μέσα τους. Με
μια βούλα χρυσού στην πάνω άκρη - λες
και κάποτε έσταζε μέσα τους ο ήλιος. Τα
μαύρα μαλλιά του σγουρά, πίσω δεμένα,
με κάποια δαχτυλίδια να πέφτουν στο πλατύ καθαρό του μέτωπο. Στο
πιγούνι ένα γένι μικρό. Φαινόταν σαν να ήρθε από άλλη εποχή. Τον κοίταξε
σαστισμένη, ενώ εκείνος ήρεμος με μιαν ευγένεια μεγάλη στο πρόσωπό του.
"Καλησπέρα" του είπε "συγνώμη που
τρόμαξα τόσο, μα σας είδα ξαφνικά".
Ο
άντρας δεν ανταποδίδει το χαιρετισμό. Μονάχα υποκλίνεται και χαμογελά.
Συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου