Λένε πως όσα δεν φέρνει η στιγμή τα φέρνει ο χρόνος και θαρρώ πως έτσι είναι. Αλλά εσύ κι εγώ μάλλον δεν δώσαμε -όταν έπρεπε- την σημασία που χρειαζόταν στις στιγμές εκείνες που μας έδειχναν πως κάτι παράξενο συμβαίνει στο δρόμο μας, αφού στο διάβα μας ήταν μονότονα ίδιος, μονότονα εύκολος… Κι αφήσαμε τη μία στιγμή να γίνουν πολλές. Και όταν είδαμε πως ο δρόμος ετούτος είναι ψεύτικος, για να μας ρίξει στους δαίμονες που καραδοκούσαν στην άκρη του, στο χείλος ενός γκρεμού, τότε σκιαχτήκαμε! Παγώσαμε, αλλά σαν και από συνήθεια λες, δεν σταματήσαμε να περπατάμε προς την φρίκη που ολοένα και μεγάλωνε μπροστά μας. Ακόμη κι όταν νιώσαμε πως ετούτη η άκρη θα είναι το τέλος μας, δεν βρήκαμε τα κουράγια να γυρίσουμε την πλάτη και να τρέξουμε προς την σωτηρία μας…
Μην με κοιτάς. Βασιστήκαμε στα μάτια μας και στις αισθήσεις που μας πλάνεψαν. Δεν κοιτάξαμε την πυξίδα της καρδιάς μας, δεν συμβουλευτήκαμε τον χάρτη της λογικής μας. Αφεθήκαμε στην όμορφη βιωτή και δεν σκεφτήκαμε πως ναρκωνόμαστε, πως γινόμαστε ευάλωτοι σαν άρρωστοι… Και σαν ναρκομανείς, να τώρα δα, συνεχίζουμε στον ίδιο τον δρόμο, στον ίδιο τον τρόμο, για να γίνουμε κατάδικοί του… Για να ταΐσουμε την πείνα των δαιμόνων με τους οποίους πλαγιάζαμε μέχρι και χθες και για να γευτούμε τις ηδονές που τάχατες δίχως ανταλλάγματα μας χαρίζανε. Μα να το ξέρεις, εκεί στην άκρη του χάους, υπάρχει ένα δέντρο για να πιαστείς, να βρεις τη δύναμη και το κουράγιο για να σωθείς...
Κι έμεινε η ζωή μας ανάκατη, θυμίζοντας θύελλα που πέρασε και κατέστρεψε τα πάντα. Δεν έχουμε τόπο για να σταθούμε και να κλάψουμε… Δεν έχουμε γωνιά για να κρυφτούμε από τα ανομήματά μας. Χάσαμε την πίστη μας, πλανηθήκαμε από την εύκολη ζωή που έγινε το όπιό μας… Και μείναμε εσύ κι εγώ να κοιταζόμαστε βουβά, να κλαίμε κοιτώντας το θηρίο που καταπίνει τους μετά από εμάς κι αγέννητους που βάλαμε υποθήκη για να γευτούμε τις ασωτίες μας.
Μικρύνανε οι μέρες αδελφέ. Γίνανε ώρες… Μίκρυνε θαρρείς ο χρόνος και μαύρισε ο γαλάζιος ουρανός, σκοτείνιασε κι η θάλασσα που άλλοτε μας έλουζαν με τα χρώματα και τις μυρωδιές τους. Εκπορνευτήκαμε για να ζήσουμε και να νιώσουμε την παγωμένη κόλαση, που όλο και μας πλησιάζει.
Και τι σου λέει τώρα ο λογισμός σου;
Τι άραγε σου φωνάζει η καρδιά σου;
Τι σου σιγοψιθυρίζει η ψυχή σου όταν τα βράδια ανήσυχος κοιμάσαι;
Ακούς μήπως τις φωνές εκείνων που έβαλες υποθήκη για να πληρώσεις τον τόκο του εύκολου δρόμου που διάβηκες;
Ακούς μήπως τις φωνές εκείνων που μάταια προσπαθούν να σε ξυπνήσουν και να σε βάλουν μπροστά στο πραγματικό σου χρέος;
Τι άραγε σου φωνάζει η καρδιά σου;
Τι σου σιγοψιθυρίζει η ψυχή σου όταν τα βράδια ανήσυχος κοιμάσαι;
Ακούς μήπως τις φωνές εκείνων που έβαλες υποθήκη για να πληρώσεις τον τόκο του εύκολου δρόμου που διάβηκες;
Ακούς μήπως τις φωνές εκείνων που μάταια προσπαθούν να σε ξυπνήσουν και να σε βάλουν μπροστά στο πραγματικό σου χρέος;
Αν τα ακούς αυτά, τότε ξέρεις και τι να κάνεις. Αν όχι, τότε να είσαι σίγουρος, πως σιμώνει ο χρόνος εκείνος που θα μάθεις τι έχασες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου