Δυο Ελλάδες.
Η ζωή καμιά φορά παίζει περίεργα παιχνίδια, δοκιμάζοντας τις αντοχές μας και περιορίζοντας τις επιλογές μας αυθαίρετα, βάναυσα και στενάχωρα.
Όμως, σε εκείνες τις στιγμές που δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε αυτό που θέλει η ψυχή μας, αλλά πρέπει να συνυπολογίσουμε ανωτέρα βία και αστάθμητους παράγοντες, ελλοχεύει η ευκαιρία για κριτική προσέγγιση και επαναδιαπραγμάτευση των επιθυμιών και των απαιτήσεων που προβάλλουμε όποτε διεκδικούμε μια βολική πραγματικότητα λες και κάτι τέτοιο είναι δεδομένο ή μια υπόσχεση που κάποιος μας έδωσε και πρέπει να τηρήσει.
Ωριμάζουμε, έστω και διά της βίας, απομακρυσμένοι από την ασφαλή περίμετρο του ιδεατού καναπέ όπου αυτάρεσκα στρογγυλοκάθονται τα σχέδια μας, επαναπαυόμενα πως θα πραγματοποιηθούν πολύ απλά επειδή το θέλουμε, συντετριμμένα μόλις ανακαλύπτουν πως το χάος είναι η απάντηση της αλήθειας στην ανάγκη μας για προδιαγεγραμμένες αφηγήσεις.
Όλα αυτά τα ψυχαναλυτικά και ελαφρώς μεμψίμοιρα τα γράφω επειδή συντρέχουν προσωπικοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να επιστρέψω στην Ελλάδα, μετά από ένα τρίμηνο στο Βερολίνο, στο οποίο προσπαθώ να μεταναστεύσω μόνιμα από το 2009, δηλαδή από την εποχή που ένα ολόκληρο πολιτικό και οικονομικό σύστημα με περιθωριοποίησε κοινωνικά, με εξαθλίωσε οικονομικά, με διέβαλλε επαγγελματικά και με ανάγκασε να ψάχνω στα μήκη και στα πλάτη της γης μια κοινωνία που θα μου επιτρέψει κάτι άλλο από το να είμαι πειθήνιο υποπόδιο πραξικοπηματικών τυράννων και θύμα της εγκληματικής παθοκρατίας που ορίζει την Ελλάδα.
Δεν παίρνω προσωπικά την απόπειρα ηθικής και κοινωνικής δολοφονίας μου από το εφιαλτικό καθεστώς της μεταπολιτευτικής διαπλοκής, βίας και νοθείας – γνωρίζω πολύ καλά ότι την ίδια, και πιθανόν χειρότερη, μοίρα υφίστανται και εκατομμύρια άλλοι Έλληνες, μιας και δεν πρόκειται περί βεντέτας εναντίον μου, αλλά περί γενοκτονίας.
Γυρίζω λοιπόν, με βαριά καρδιά στην χώρα που γεννήθηκα και που κάποτε την γνώρισα ως μια ελαφρώς μωροφιλόδοξη, αλλά επί της ουσίας ακίνδυνη και ασφαλής επαρχία, έναν τόπο που είχε κατακτήσει μια σχετική ηρεμία και ευμάρεια, έστω και για ελάχιστο χρόνο, αλλά τουλάχιστον δίνοντας σκληρούς αγώνες μετά από πολλές δυσκολίες, πολέμους, χούντες και κάθε είδους ακραίας εσωτερικά ή έξωθεν προερχόμενης αναταραχής και είχε καταφέρει να σηκώσει κεφάλι μετά από πλείστες όσες σκοτεινές ιστορικές περιστάσεις.
Επιστρέφω λοιπόν,. στην χώρα που δεν κατάφερε, δυστυχώς, να παραμείνει μια έκπτωτη αριστοκράτισσα, που διάγει τον βιο της αμπαρωμένη πίσω από το ένδοξο παρελθόν της, έστω και αν πλέον δεν πρωταγωνιστεί στα σαλόνια ως η περίφημη και υπέρλαμπρη μορφή που κάποτε υπήρξε.
Επιστρέφω στην χώρα που προτίμησε να βγει στο πεζοδρόμιο, για ένα κομμάτι ευρώ, και να βγάλει στο κλαρί και τα παιδιά της, αντί να κρατήσει έστω και βεβιασμένα την αξιοπρέπεια της, όπως θα έκανε μια ξεπεσμένη αλλά αγαπημένη σταρ του σινεμά, που μπορεί μεν να μην αστράφτει πια στα εξώφυλλα, αλλά τουλάχιστον δεν παραπατάει μεθυσμένη σε πάρτι της τελευταίας υποστάθμης, μόνο και μόνο για να βγει φωτογραφία σε κουτσομπολίστικες φυλλάδες και να έχει να το λέει ότι ακόμα περνάει η μπογιά της, ενώ όλοι γελάνε και οικτίρουν την κατάντια της.
Επιστρέφω στην χώρα όπου ένας ανεκδιήγητος ανθρωπάκος, εκπρόσωπος κυβερνώντος κόμματος, και δη τομεάρχης πολιτισμού, δηλώνει, διά αρθρογραφίας του σε προπαγανδιστικές κρατικοδίαιτες φυλλάδες (δωρεάν διανομής, μιας και δεν θα πλήρωνε κανείς για να τις διαβάζει), πως η σύσταση του Ελληνικού Κοινοβουλίου εξαρτάται από το τι πληκτρολογώ εγώ, ή ο οποιοσδήποτε, στο διαδίκτυο.
Σαν να μην έφτανε αυτός ο ασύλληπτα προκλητικός εξευτελισμός κάθε σοβαρότητας του πολιτικού συστήματος από ένα κορυφαίο στέλεχος του, ο προαναφερθείς κομματικός αρουραίος προχωράει ένα ασυγχώρητο βήμα παραπέρα και επικαλείται την αξιωματική αντιπολίτευση ως υπεύθυνη για τις απόψεις που γράφονται στο διαδίκτυο, μάλιστα εγκαλώντας την να «αναγκάσει σε σιωπή» εκείνους που θεωρούνται ενοχλητικοί, αποδίδοντας της δηλαδή ρόλο υποβολέα της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών και απαιτώντας να επιβάλλει λογοκρισία!
Επιστρέφω στην χώρα όπου υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία κρατούνται παράνομα χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι δεν κατηγορούνται για τίποτε, κολαστήρια από τα οποία κερδοσκοπεί η κυβέρνηση, και κανείς δεν ασχολείται.
Επιστρέφω στην χώρα όπου η συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας δεν είναι ικανή να αντιληφθεί το γεγονός ότι έχουν, στην κυριολεξία, πουληθεί, για πολλές γενιές, ως φτηνό κρέας σε διεθνή δουλεμπορικά κυκλώματα.
Επιστρέφω στην χώρα όπου τέχνη θεωρείται το πλέξιμο πουλόβερ από τρία πουλάκια που κάθονταν στον κόρφο του συνεργού της επιχείρησης εκκαθάρισης πληθυσμών και εγκλεισμού αθώων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καλλιτέχνες μόνο εκείνοι που διασκεδάζουν τον κόσμο ή παράγουν προπαγάνδα για το καθεστώς και διανοούμενοι άνθρωποι που δεν σέβονται καν την αρχή της κριτικής σκέψης απέναντι στην εξουσία, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε σεβαστής διανοητικής προσπάθειας, πόσο δε μάλλον τιμάν την θέση που οφείλει να έχει ένας κατ’ επάγγελμα σκεπτόμενος άνθρωπος απέναντι στο τερατόμορφο οικοδόμημα της από ξένους παράγοντες υποστηριζόμενης και διά της βία επιβαλλόμενης Έλληνικής άρχουσας τάξης.
Επιστρέφω στην χώρα όπου νυχθημερόν, ιεροκήρυκες της διαπλοκής, των ιδιωτικών συμφερόντων, της προπαγάνδας, της στρεψοδικίας, του αποπροσανατολισμού, της απόκρυψης και της διαστρέβλωσης αμείβονται με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από εφοπλιστές και εργολάβους και απολαμβάνουν περίοπτη κοινωνική θέση προκειμένου να υποδύονται τους δημοσιογράφους από τα δελτία των ειδήσεων.
Επιστρέφω στην χώρα όπου κυριαρχούν στην δημόσια ζωή τα ίδια πρόσωπα εδώ και 30 χρόνια, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην δημοσιογραφία, στην δικαιοσύνη, ακόμα και στον πολιτισμό, μέχρι τελευταίου φθαρμένοι και καταγέλαστοι απατεωνίσκοι, για καθέναν από τους οποίους ευσταθούν ευρέως γνωστές καταγγελίες που αν απαγγέλλονταν σε κάποιο απλό πολίτη θα επέφεραν σίγουρα ποινές μακροχρόνιας φυλάκισης.
Επιστρέφω σε μια χώρα όπου οι πολιτικοί πρέπει να περάσουν εξετάσεις από το σινάφι της ψευτοδημοσιογραφικής τηλεσυμμορίας, και μόνο εάν συνάδουν με τις ιδιοτελείς σκοπιμότητες αυτής, προκειμένου να έχουν προβολή και άρα αναγνωρισιμότητα από το εκλογικό σώμα, αφού η διασημότητα στην δικτατορία της τηλεθέασης είναι αποφασιστικός παράγων για οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο διεκδικεί εξουσία.
Επιστρέφω σε μια χώρα όπου κατακτούν κορυφαίες και περίοπτες θέσεις στην λειτουργία του κράτους άνθρωποι χωρίς την παραμικρή προϋπηρεσία, σπουδές ή πείρα σε διοίκηση δημόσιων οργανισμών, άνθρωποι που είναι απλά πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε για να αναδυθούν από τα βοθρολύματα της περιθωριακής τους ύπαρξης, άνθρωποι που κατά γενική ομολογία και δια γυμνού οφθαλμού δεν είναι υγιείς ψυχικά, αλλά κανείς, μα ούτε ένας, ψυχίατρος δεν τολμάει να εκφράσει την επιστημονική του γνώμη γι’αυτούς και τις ψυχωσικές συμπεριφορές τους, να καταγγείλει, για συνειδησιακούς λόγους, πως ο τάδε ή ο δείνα πολιτικός είναι ψυχοπαθής και επικίνδυνος για τον δημόσιο βίο.
Επιστρέφω σε μια χώρα όπου επί καθημερινής βάσης αποκαλύπτονται σκάνδαλα, υποδεικνύονται ένοχοι, οργανώνονται εξεταστικές επιτροπές και στήνονται δίκες, μόνο και μόνο για να μην αλλάζει απολύτως τίποτε και να παραμένουν αλώβητα τα ίδια αισχρά και λαομίσητα πρόσωπα και οι ανέπαφοι οι ίδιοι βρομεροί συσχετισμοί διεφθαρμένων δυνάμεων.
Επιστρέφω όμως και σε μια χώρα που γεννήθηκα, και όσο και αν δεν αντέχω πια την εξέλιξη της, εκεί ζουν άνθρωποι που αγαπάω και με αγαπάνε, άνθρωποι που νιώθουν, σκέφτονται, αγανακτούν και εκφράζονται άφοβα για την κατάντια που βλέπουν ολόγυρα τους.
Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο διχάζομαι.
Το οξύμωρο και βασανιστικό δίλημμα απέναντι στην Ελλάδα συνόψισε ένας διαδικτυακός μου φίλος, σε μια συναισθηματικά φορτισμένη ανάρτηση του:
Ωριμάζουμε, έστω και διά της βίας, απομακρυσμένοι από την ασφαλή περίμετρο του ιδεατού καναπέ όπου αυτάρεσκα στρογγυλοκάθονται τα σχέδια μας, επαναπαυόμενα πως θα πραγματοποιηθούν πολύ απλά επειδή το θέλουμε, συντετριμμένα μόλις ανακαλύπτουν πως το χάος είναι η απάντηση της αλήθειας στην ανάγκη μας για προδιαγεγραμμένες αφηγήσεις.
Όλα αυτά τα ψυχαναλυτικά και ελαφρώς μεμψίμοιρα τα γράφω επειδή συντρέχουν προσωπικοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να επιστρέψω στην Ελλάδα, μετά από ένα τρίμηνο στο Βερολίνο, στο οποίο προσπαθώ να μεταναστεύσω μόνιμα από το 2009, δηλαδή από την εποχή που ένα ολόκληρο πολιτικό και οικονομικό σύστημα με περιθωριοποίησε κοινωνικά, με εξαθλίωσε οικονομικά, με διέβαλλε επαγγελματικά και με ανάγκασε να ψάχνω στα μήκη και στα πλάτη της γης μια κοινωνία που θα μου επιτρέψει κάτι άλλο από το να είμαι πειθήνιο υποπόδιο πραξικοπηματικών τυράννων και θύμα της εγκληματικής παθοκρατίας που ορίζει την Ελλάδα.
Δεν παίρνω προσωπικά την απόπειρα ηθικής και κοινωνικής δολοφονίας μου από το εφιαλτικό καθεστώς της μεταπολιτευτικής διαπλοκής, βίας και νοθείας – γνωρίζω πολύ καλά ότι την ίδια, και πιθανόν χειρότερη, μοίρα υφίστανται και εκατομμύρια άλλοι Έλληνες, μιας και δεν πρόκειται περί βεντέτας εναντίον μου, αλλά περί γενοκτονίας.
Γυρίζω λοιπόν, με βαριά καρδιά στην χώρα που γεννήθηκα και που κάποτε την γνώρισα ως μια ελαφρώς μωροφιλόδοξη, αλλά επί της ουσίας ακίνδυνη και ασφαλής επαρχία, έναν τόπο που είχε κατακτήσει μια σχετική ηρεμία και ευμάρεια, έστω και για ελάχιστο χρόνο, αλλά τουλάχιστον δίνοντας σκληρούς αγώνες μετά από πολλές δυσκολίες, πολέμους, χούντες και κάθε είδους ακραίας εσωτερικά ή έξωθεν προερχόμενης αναταραχής και είχε καταφέρει να σηκώσει κεφάλι μετά από πλείστες όσες σκοτεινές ιστορικές περιστάσεις.
Επιστρέφω λοιπόν,. στην χώρα που δεν κατάφερε, δυστυχώς, να παραμείνει μια έκπτωτη αριστοκράτισσα, που διάγει τον βιο της αμπαρωμένη πίσω από το ένδοξο παρελθόν της, έστω και αν πλέον δεν πρωταγωνιστεί στα σαλόνια ως η περίφημη και υπέρλαμπρη μορφή που κάποτε υπήρξε.
Επιστρέφω στην χώρα που προτίμησε να βγει στο πεζοδρόμιο, για ένα κομμάτι ευρώ, και να βγάλει στο κλαρί και τα παιδιά της, αντί να κρατήσει έστω και βεβιασμένα την αξιοπρέπεια της, όπως θα έκανε μια ξεπεσμένη αλλά αγαπημένη σταρ του σινεμά, που μπορεί μεν να μην αστράφτει πια στα εξώφυλλα, αλλά τουλάχιστον δεν παραπατάει μεθυσμένη σε πάρτι της τελευταίας υποστάθμης, μόνο και μόνο για να βγει φωτογραφία σε κουτσομπολίστικες φυλλάδες και να έχει να το λέει ότι ακόμα περνάει η μπογιά της, ενώ όλοι γελάνε και οικτίρουν την κατάντια της.
Επιστρέφω στην χώρα όπου ένας ανεκδιήγητος ανθρωπάκος, εκπρόσωπος κυβερνώντος κόμματος, και δη τομεάρχης πολιτισμού, δηλώνει, διά αρθρογραφίας του σε προπαγανδιστικές κρατικοδίαιτες φυλλάδες (δωρεάν διανομής, μιας και δεν θα πλήρωνε κανείς για να τις διαβάζει), πως η σύσταση του Ελληνικού Κοινοβουλίου εξαρτάται από το τι πληκτρολογώ εγώ, ή ο οποιοσδήποτε, στο διαδίκτυο.
Σαν να μην έφτανε αυτός ο ασύλληπτα προκλητικός εξευτελισμός κάθε σοβαρότητας του πολιτικού συστήματος από ένα κορυφαίο στέλεχος του, ο προαναφερθείς κομματικός αρουραίος προχωράει ένα ασυγχώρητο βήμα παραπέρα και επικαλείται την αξιωματική αντιπολίτευση ως υπεύθυνη για τις απόψεις που γράφονται στο διαδίκτυο, μάλιστα εγκαλώντας την να «αναγκάσει σε σιωπή» εκείνους που θεωρούνται ενοχλητικοί, αποδίδοντας της δηλαδή ρόλο υποβολέα της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών και απαιτώντας να επιβάλλει λογοκρισία!
Επιστρέφω στην χώρα όπου υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία κρατούνται παράνομα χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι δεν κατηγορούνται για τίποτε, κολαστήρια από τα οποία κερδοσκοπεί η κυβέρνηση, και κανείς δεν ασχολείται.
Επιστρέφω στην χώρα όπου η συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας δεν είναι ικανή να αντιληφθεί το γεγονός ότι έχουν, στην κυριολεξία, πουληθεί, για πολλές γενιές, ως φτηνό κρέας σε διεθνή δουλεμπορικά κυκλώματα.
Επιστρέφω στην χώρα όπου τέχνη θεωρείται το πλέξιμο πουλόβερ από τρία πουλάκια που κάθονταν στον κόρφο του συνεργού της επιχείρησης εκκαθάρισης πληθυσμών και εγκλεισμού αθώων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καλλιτέχνες μόνο εκείνοι που διασκεδάζουν τον κόσμο ή παράγουν προπαγάνδα για το καθεστώς και διανοούμενοι άνθρωποι που δεν σέβονται καν την αρχή της κριτικής σκέψης απέναντι στην εξουσία, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε σεβαστής διανοητικής προσπάθειας, πόσο δε μάλλον τιμάν την θέση που οφείλει να έχει ένας κατ’ επάγγελμα σκεπτόμενος άνθρωπος απέναντι στο τερατόμορφο οικοδόμημα της από ξένους παράγοντες υποστηριζόμενης και διά της βία επιβαλλόμενης Έλληνικής άρχουσας τάξης.
Επιστρέφω στην χώρα όπου νυχθημερόν, ιεροκήρυκες της διαπλοκής, των ιδιωτικών συμφερόντων, της προπαγάνδας, της στρεψοδικίας, του αποπροσανατολισμού, της απόκρυψης και της διαστρέβλωσης αμείβονται με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από εφοπλιστές και εργολάβους και απολαμβάνουν περίοπτη κοινωνική θέση προκειμένου να υποδύονται τους δημοσιογράφους από τα δελτία των ειδήσεων.
Επιστρέφω στην χώρα όπου κυριαρχούν στην δημόσια ζωή τα ίδια πρόσωπα εδώ και 30 χρόνια, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην δημοσιογραφία, στην δικαιοσύνη, ακόμα και στον πολιτισμό, μέχρι τελευταίου φθαρμένοι και καταγέλαστοι απατεωνίσκοι, για καθέναν από τους οποίους ευσταθούν ευρέως γνωστές καταγγελίες που αν απαγγέλλονταν σε κάποιο απλό πολίτη θα επέφεραν σίγουρα ποινές μακροχρόνιας φυλάκισης.
Επιστρέφω σε μια χώρα όπου οι πολιτικοί πρέπει να περάσουν εξετάσεις από το σινάφι της ψευτοδημοσιογραφικής τηλεσυμμορίας, και μόνο εάν συνάδουν με τις ιδιοτελείς σκοπιμότητες αυτής, προκειμένου να έχουν προβολή και άρα αναγνωρισιμότητα από το εκλογικό σώμα, αφού η διασημότητα στην δικτατορία της τηλεθέασης είναι αποφασιστικός παράγων για οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο διεκδικεί εξουσία.
Επιστρέφω σε μια χώρα όπου κατακτούν κορυφαίες και περίοπτες θέσεις στην λειτουργία του κράτους άνθρωποι χωρίς την παραμικρή προϋπηρεσία, σπουδές ή πείρα σε διοίκηση δημόσιων οργανισμών, άνθρωποι που είναι απλά πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε για να αναδυθούν από τα βοθρολύματα της περιθωριακής τους ύπαρξης, άνθρωποι που κατά γενική ομολογία και δια γυμνού οφθαλμού δεν είναι υγιείς ψυχικά, αλλά κανείς, μα ούτε ένας, ψυχίατρος δεν τολμάει να εκφράσει την επιστημονική του γνώμη γι’αυτούς και τις ψυχωσικές συμπεριφορές τους, να καταγγείλει, για συνειδησιακούς λόγους, πως ο τάδε ή ο δείνα πολιτικός είναι ψυχοπαθής και επικίνδυνος για τον δημόσιο βίο.
Επιστρέφω σε μια χώρα όπου επί καθημερινής βάσης αποκαλύπτονται σκάνδαλα, υποδεικνύονται ένοχοι, οργανώνονται εξεταστικές επιτροπές και στήνονται δίκες, μόνο και μόνο για να μην αλλάζει απολύτως τίποτε και να παραμένουν αλώβητα τα ίδια αισχρά και λαομίσητα πρόσωπα και οι ανέπαφοι οι ίδιοι βρομεροί συσχετισμοί διεφθαρμένων δυνάμεων.
Επιστρέφω όμως και σε μια χώρα που γεννήθηκα, και όσο και αν δεν αντέχω πια την εξέλιξη της, εκεί ζουν άνθρωποι που αγαπάω και με αγαπάνε, άνθρωποι που νιώθουν, σκέφτονται, αγανακτούν και εκφράζονται άφοβα για την κατάντια που βλέπουν ολόγυρα τους.
Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο διχάζομαι.
Το οξύμωρο και βασανιστικό δίλημμα απέναντι στην Ελλάδα συνόψισε ένας διαδικτυακός μου φίλος, σε μια συναισθηματικά φορτισμένη ανάρτηση του:
«Eγώ ο εξόριστος, που δεν αντέχω να ζω άλλο σ' αυτόν τον τόπο, ούτε για μια στιγμή πια, έτσι όπως τον καταντήσατε, εγώ που μισώ μεχρι θανάτου ο,οτιδήποτε εκπροσωπεί η σύγχρονη Ελλάδα, εγώ είμαι μόνο που την αγαπάω πραγματικά, βαθιά μέσα στα όνειρα μου...»
Λιγότερο συναισθηματικό, αλλά εξίσου οξυδερκές είναι το δίλημμα που μου έθεσε κάποιος άλλος ηλεκτρονικός φίλος, ρωτώντας με αν απεχθάνομαι την Ελλάδα νομοτελειακά ή επειδή είμαι απογοητευμένος από τις χαμένες δυνατότητες που θα μπορούσε να έχει αυτή η χώρα.
Μετά από πολύ σκέψη, δυστυχώς, φοβάμαι πως πλέον έχω καταλήξει ότι η Ελλάδα δεν μου ταιριάζει νομοτελειακά. Και αυτό επειδή διακατέχομαι από την φριχτή υποψία, αν όχι βεβαιότητα, πως αυτό που εγώ θεωρώ τριτοκοσμικό βόθρο διοικούμενο από μια μειοψηφία που έχει στην υπηρεσία της εγκληματικές συμμορίες πάσης φύσης, απόχρωσης και εξειδίκευσης, για κάποιους άλλους είναι το φυσικό τους περιβάλλον.
Και αυτοί οι άλλοι είναι η πλειοψηφία, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα.
Εν κατακλείδι, στο κουρασμένο μου μυαλό έχουν αρχίσει πλέον και δημιουργούνται δυο χώρες – μια είναι η Ελλάδα, δηλαδή η χώρα που γεννήθηκα, και ψήγματα της οποίας μπορείς ακόμα να βρεις, έστω και ως ερείπια ενός πολιτισμού που χάθηκε ανεπιστρεπτί, και η δεύτερη είναι η Αιλάδδα, μια διαστρέβλωση της πρώτης, χτισμένη άναρχα και χυδαία πάνω σε θεμέλια τιποτένια, κατοικημένη από ανθρώπους κακοήθεις, κουτοπόνηρους, μικροπρεπείς, εθελόδουλους, λειτουργικά αναλφάβητους, επηρμένους.
Στην πρώτη Ελλάδα επιστρέφω, από την δεύτερη θα ξαναφύγω όσο πιο μακριά μπορώ, έστω και νοερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου