(Σχόλιο με αφορμή τη σύλληψη του Ν. Μαζιώτη)
του Γιώργου Καραμπελιά
Αντικρίζοντας το βλέμμα του Νίκου Μαζιώτη στις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες, έφερα συνειρμικά στη σκέψη μου έναν παλιότερο «αντάρτη πόλης», τον Χρήστο Τσουτσουβή, που το πάθος τον οδήγησε στον θάνατο. Έναν θάνατο προδιαγεγραμμένο από τις επιλογές του και τον τρόπο που τις διεκδικούσε. Τότε είχα γράψει, συγκλονισμένος από τον θάνατό του –είχαμε συμμετάσχει παλαιότερα σε κοινούς αγώνες–, ένα «ρέκβιεμ», που αποτελούσε ταυτόχρονα και την απαρχή της οριστικής μου ρήξης με την ίδια την άκρα αριστερά και την προσπάθεια από την πλευρά μας, να πείσουμε για τον σφαλερό της δρόμο, συμμετέχοντας σε έναν κοινό χώρο μαζί της. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, και αφού έχει ολοκληρωθεί ένας κύκλος, νιώθω την ανάγκη να επανέλθω και πάλι με αφορμή, το ζήτημα του ένοπλου αγώνα, στις συνθήκες της Ελλάδας, και τη μοίρα όσων επιμένουν σ’ αυτόν.
Η ιστορική συγκυρία
Ζούμε σε μια κομβική στιγμή της ελληνικής ιστορίας, όπου μοιάζει να καταρρέει, μέσα στη γενικευμένη παρακμή, το ίδιο το έθνος-κράτος που οικοδομήσαμε τα τελευταία διακόσια χρόνια –καθώς και το δεύτερο ελληνικό κράτος της Κύπρου– και μαζί του να απειλείται με έκλειψη τελεσίδικη ο ίδιος ο ελληνισμός. Έχω γράψει αλλού ότι η άκρα δεξιά άνοιξε με τη χούντα αυτή την ιστορική εποχή, για να ακολουθήσει η «κεντροαριστερά», η αριστερά και η άκρα αριστερά που την ολοκλήρωσαν, σφραγίζοντας τη μεταπολίτευση. Το δράμα του ελληνισμού, που μας οδήγησε στο σημερινό αίσθημα πνιγμού και αδιεξόδου, συνίσταται στο ότι και οι μεν και οι δε συνήργησαν με τον τρόπο τους, και άσχετα με το ποιος φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη, στην επιτάχυνση της παρακμής που βιώνουμε.
Ζούμε σε μια κομβική στιγμή της ελληνικής ιστορίας, όπου μοιάζει να καταρρέει, μέσα στη γενικευμένη παρακμή, το ίδιο το έθνος-κράτος που οικοδομήσαμε τα τελευταία διακόσια χρόνια –καθώς και το δεύτερο ελληνικό κράτος της Κύπρου– και μαζί του να απειλείται με έκλειψη τελεσίδικη ο ίδιος ο ελληνισμός. Έχω γράψει αλλού ότι η άκρα δεξιά άνοιξε με τη χούντα αυτή την ιστορική εποχή, για να ακολουθήσει η «κεντροαριστερά», η αριστερά και η άκρα αριστερά που την ολοκλήρωσαν, σφραγίζοντας τη μεταπολίτευση. Το δράμα του ελληνισμού, που μας οδήγησε στο σημερινό αίσθημα πνιγμού και αδιεξόδου, συνίσταται στο ότι και οι μεν και οι δε συνήργησαν με τον τρόπο τους, και άσχετα με το ποιος φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη, στην επιτάχυνση της παρακμής που βιώνουμε.
Η δικτατορία έθεσε τις βάσεις –με την κυπριακή τραγωδία και την αλλοίωση, κοινωνική και πολιτισμική, του ελληνισμού την οποία επέφερε– για το ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια. Αλλά και οι αντίπαλοί της –όλοι εμείς– φυλακιστήκαμε εν πολλοίς, προσπαθώντας να απαντήσουμε στη χούντα, στο ίδιο πεδίο που αυτή είχε ορίσει: Δηλαδή, σε μία σύγκρουση «αριστεράς–δεξιάς», όπου το αντίπαλο δέος στη χούντα ήταν απλώς και μόνο η επέκταση των δημοκρατικών ελευθεριών και των κοινωνικών κατακτήσεων, αγνοώντας εν τέλει το τι συνέβαινε έξω από το ποτήρι το νερό, μέσα στα τοιχώματα του οποίου είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι.
Και αν μέχρι το 1985 οι θετικές κατακτήσεις αυτής της αντιπαράθεσης ήταν κυρίαρχες –νομικός εκδημοκρατισμός, συνδικαλιστικές κατακτήσεις, κοινωνικό κράτος κ.λπ.– από τότε και μετά άρχισαν να αναδεικνύονται στο προσκήνιο οι εγγενείς αδυναμίες αυτού του κινήματος εκδημοκρατισμού «εσωτερικού χώρου». Δηλαδή, οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι να διεκδικούν μια αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου και της πολιτικής εξουσίας στο εσωτερικό του ποτηριού, χωρίς δηλαδή να αμφισβητούν τις συνολικές γεωπολιτικές συνθήκες που μας οδηγούσαν σε φιλανδοποίηση έναντι της Τουρκίας και σε ταυτόχρονη υπαγωγή στα κελεύσματα του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αναπτύχθηκε και το ελληνικό «αντάρτικο πόλεων», το οποίο, στα πρώτα δέκα-δεκαπέντε χρόνια, επικεντρωνόταν τόσο στις εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις (δολοφονίες βιομηχάνων, μεγαλοστελεχών) όσο και στην εξωτερική κυριαρχία (Γουέλτς, Αμερικανοί και Τούρκοι διπλωμάτες κ.λπ.)
Όμως, ήδη από το 1988 και τα προμηνύματα της κατάρρευσης του ανατολικού στρατοπέδου και της Σοβιετικής Ένωσης, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, και κατ’ εξοχήν το ΠΑΣΟΚ, μπαίνει σε κρίση ενώ αρχίζουν ν’ απειλούνται κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις που είχαν θεμελιωθεί στον δανεισμό. Ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η κατάσταση μετατρέπεται άρδην. Πλέον, η κύρια στρατηγική του συστήματος, όπως εκφράστηκε τόσο από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη όσο και –κυρίως– τον Κώστα Σημίτη, στρέφεται στην πλήρη αποδοχή της παρασιτικής ενσωμάτωσης της χώρας στην Ε.Ε. καθώς και στην αποδοχή των τουρκικών εκβιασμών, τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο. Εξάλλου, το ζήτημα των Σκοπίων και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήρθαν να προσθέσουν μία ακόμα απειλητική παράμετρο στα βόρεια σύνορα της χώρας.
(Νέο)Φιλελεύθεροι της δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ, «Ελευθεριακοί» φιλελεύθεροι της Αριστεράς
Οι πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και της άκρας αριστεράς ενσωματώνονται σε αυτό το κυρίαρχο παιχνίδι του συστήματος και διεκδικούν όχι πλέον μια ανατροπή των συνθηκών της εξάρτησης και του γεωπολιτικού στραγγαλισμού της χώρας, αλλά μία «διεύρυνση» των «ελευθεριών», προς την κατεύθυνση, σχεδόν αποκλειστικά, των ατομικών δικαιωμάτων, και τη βαθμιαία εξαφάνιση αγώνων και κινητοποιήσεων σχετικών με το μεγάλο πλαίσιο, που ήταν κατ’ εξοχήν το γεωπολιτικό, αγνοώντας ή κάνοντας ότι αγνοούν πως εάν όλα στραβώσουν στο «μεγάλο παιγνίδι» αργά ή γρήγορα θα πληγούν και οι ελευθερίες και τα δικαιώματα στο εσωτερικό. Έτσι, εν τέλει, οι αντιπολιτεύσεις της αριστεράς, της άκρας αριστεράς ακόμα και του «ένοπλου αγώνα» παίζουν στο γήπεδο του αντιπάλου, μια και δεν αμφισβητούν την κατεύθυνση αλλά μόνο την εσωτερική κατανομή των πόρων. Αντίθετα, πρωτοστατούν στον εθνομηδενισμό («το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του») και στην αποδοχή της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, η οποία αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Πραγματοποιείται έτσι ένας ιδιότυπος καταμερισμός έργων, τα κόμματα εξουσίας και οι οικονομικές ελίτ προωθούν τον οικονομικό φιλελευθερισμό και η αριστερά και τα «κινήματα», το απαραίτητο συμπλήρωμά του, τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό. Έτσι λοιπόν, οι τελευταίοι, φαντασιώνονται ότι λειτουργούν ως αντιπολίτευση ενώ στην πραγματικότητα ενισχύουν τους αντιπάλους τους.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του κύριου τομέα στον οποίο επικεντρώθηκε η άκρα αριστερά και οι αντιεξουσιαστές για είκοσι χρόνια, το μεταναστευτικό. Η διεκδίκηση των «ανοικτών συνόρων» και των απεριόριστων δικαιωμάτων εισόδου για τους μη νόμιμους μετανάστες αποτελούσε, χωρίς συχνά να το γνωρίζουν, την προϋπόθεση για την αποδοχή από την κοινωνία της «μαύρης εργασίας» των μεταναστών και της μεταβολής της ελληνικής κοινωνίας σε οιονεί δουλοκτητική! Γιατί βέβαια, ο κ. Σημίτης δεν θα μπορούσε να ρίξει τον πληθωρισμό, ούτε να φτιάξει τα ολυμπιακά έργα χωρίς το φθηνό εργατικό προσωπικό που προσέφερε η μετανάστευση. Και όμως, οι υποτιθέμενοι αντίπαλοί του διεκδικούσαν ακόμα πιο ελεύθερη και μαζική μετανάστευση!
Εξάλλου, η κοινότητα των απόψεων της κυβερνώσας κεντροαριστεράς και της άκρας αριστεράς αναδεικνυόταν ανάγλυφη στο κοινό μίσος τους για τους «εθνικιστές» και τους «συντηρητικούς» και στα συχνά πυκνά κοινά ψηφίσματα που υπέγραφαν ενάντια στον «εθνικισμό». Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε τις κοινές κινητοποιήσεις των Εξαρχείων και της άκρας αριστεράς με τους μαφιόζους ιδιοκτήτες των νυκτερινών κέντρων, ενάντια στον νόμο Παπαθεμελή, που έθετε όρια στη λειτουργία των νυκτερινών κέντρων; Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε την επονείδιστη συστράτευσή τους με τον Σημίτη και την Αμερικανική πρεσβεία στο ζήτημα των ταυτοτήτων, του σχεδίου Ανάν ή του βιβλίου ιστορίας της 6ης δημοτικού.
Χαρακτηριστική ήταν η πορεία και η αποσύνθεση του λεγόμενου κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Ενώ όντως ξεκίνησε ως τέτοιο από το Σηάτλ, το 1999, αρνούμενο τις διαδικασίες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και βάζοντας όρια στην ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίου και ανθρώπινου δυναμικού, σταδιακώς διολίσθησε σε κίνημα της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης». Στην Ελλάδα αποσυντέθηκε σταδιακώς – αφού προέβαλε τον εκλεκτό του περιοδικού Time, Αντόνιο Νέγκρι, συγγραφέα ενός πονήματος που εκθειάζει την αμερικάνικη αυτοκρατορία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αυτοκρατορία», ως γκουρού αυτής της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης». Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Απόγειο του «νέου κινήματος» υπήρξε το Δεκέμβρης του 2008, μια «επανάσταση» βασισμένη στις αξίες του αντιπάλου, δηλαδή στο πως η παρασιτική κατανάλωση θα γίνει κτήμα όλων. Μια μηδενιστική κοινωνία όπως είχε ήδη φτάσει να είναι η κοινωνία του 2008 λίγο πριν πέσει στο βάραθρο του Μνημονίου, παρήγαγε μια μηδενιστική επανάσταση από μηδενιστές επαναστάτες. Και τι παράδοξο αυτή τη μηδενιστική επανάσταση, την υποστήριζαν όχι μόνο ο κ. Αλαβάνος και σύσσωμη η αριστερά αλλά και το… Mega, ο Οικονομέας και ο ΓΑΠ! Ένιωθαν οι άνθρωποι πως δεν απειλούνται από αυτήν, αλλά κινείται στο ίδιο ποτάμι με την ξεχαρβαλωμένη ιδεολογία τους, γινόταν από τα «παιδιά» τους και στο κάτω-κάτω ήταν χρήσιμη για «να ρίξουν» τον Καραμανλή, και ας πάει και το παλιάμπελο.
Το σύστημα κατόρθωσε να ελέγξει και το πάθος των αντιπάλων του
Έχω γράψει πολλές φορές πως η τρομοκρατία είναι εσφαλμένη διότι επιχειρεί να χρησιμοποιήσει μεθόδους πάλης που δεν συνάδουν με το επίπεδο συνείδησης και με τις μεθόδους πάλης του λαού. Γι’ αυτό και η ένοπλη πάλη δικαιολογείται και έχει βάση στον λαό μόνο σε περίπτωση ξένης κατοχής ή δικτατορικών καθεστώτων. Έχω περιγράψει δεκάδες φορές την αδήριτη αλληλουχία που οδηγεί τις ένοπλες ομάδες στην απομόνωση, την ποινικοποίηση της δράσης τους, και την κατάρρευση. Διότι η ίδια η λογική της αυτοπροστασίας και των μέτρων προφύλαξης οδηγεί πάντα σε «κλείσιμο», απομάκρυνση από τις μάζες, αύξηση των ενεργειών αυτοχρηματοδότησης (ληστείες) και εν τέλει συμπόρευση με τους ποινικούς ή εσωτερική «ποινικοποίηση» της οργάνωσης. Κανείς τρομοκράτης ποτέ δεν ξέφυγε από αυτό το σχήμα. Επιπλέον, έχω υποστηρίξει, όπως και πολλοί άλλοι, πως το επίπεδο βίας που χρησιμοποιεί η τρομοκρατία, οδηγεί τελικώς στην ενίσχυση της κρατικής καταστολής, η οποία επιπίπτει αδιακρίτως στη συνέχεια πάνω σε όλους. Να θυμίσω για παράδειγμα, τις κινητοποιήσεις που κάναμε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές του ’80, για να μη φέρουν οπλα οι αστυνομικοί, πράγμα που συνέβαινε και στην Ελλάδα πριν το 1967, αλλά και σε άλλες χώρες όπως στην Αγγλία. Εντάσσαμε αυτό το αίτημα στα πλαίσια του αγώνα για μια αυθεντική αποχουντοποίηση. Όταν όμως, από την απέναντι πλευρά, εμφανίζονταν ένοπλοι που χρησιμοποιούσαν αυτοί τα όπλα, πως θα ήταν δυνατό να κερδίσουμε σε μια τέτοια αντιπαράθεση; Οι τρομοκράτες στην Ελλάδα συνέβαλαν αποφασιστικά για να γίνουν οι αστυνομικοί σαν οπλισμένοι αστακοί.
Για να μην επαναλαμβάνουμε όμως τα ίδια και τα ίδια δεν θα μείνουμε μόνο σ’ αυτή την κοινότυπη πλέον διαπίστωση. Αλλά θα πάμε πιο πέρα. Στο γεγονός δηλαδή ότι το λεγόμενο αντάρτικο πόλης στην συντριπτική πλειοψηφία των φορέων και των διακηρύξεών του ταυτίζεται με τους αντιπάλους του στις βασικές ιδεολογικές του προϋποθέσεις και προκείμενες.
Το τραγικό ζήτημα στην Ελλάδα της όψιμης μεταπολίτευσης, είναι πως όσοι άνθρωποι έρχονταν σε ειλικρινή αντίθεση με την υπάρχουσα κοινωνία, και τις αξίες της, προσχωρούσαν και έδιναν όλο το κουράγιο και το πάθος τους σε κινήματα εγκλωβισμένα σ’ αυτή την αντίθεση εσωτερικού χώρου που περιγράψαμε.
Έχουμε ζήσει από παλιά αυτή την αντίφαση που με τόσο ακραίο τρόπο εξέφρασε και ο Μαζιώτης, γύρω από το ζήτημα των αντιρρησιών συνείδησης. Σε μια χώρα απειλούμενη με διαμελισμό, στην Κύπρο, στη Θράκη, στο Αιγαίο αντί η διεκδίκηση των επαναστατικών κινημάτων να στρέφεται προς την εμπέδωση της μαζικής λαϊκής άμυνας, της συμμετοχής των γυναικών στον στρατό, και της δημιουργίας ενός κυριολεκτικά λαϊκού στρατού, όπως έκανε στο παρελθόν και η αριστερά, τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του 1970, έγινε κυρίαρχο αίτημα η «άρνηση της στράτευσης». Δηλαδή στην ουσία η συμπόρευση από τα «κάτω» με εκείνους που ξεπουλούσαν την χώρα μας από τα «πάνω». Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του ’90 προσπαθήσαμε να απαντήσουμε σ’ αυτό το ζήτημα ιδιαίτερα στα πλαίσια των «Οικολόγων Εναλλακτικών», με την αποδοχή του αιτήματος της κοινωνικής θητείας που εξάλλου ήταν αναγκαία, δεδομένης της ύπαρξης ομάδας συμπολιτών μας που αρνούνταν τη στράτευση και κάθε επαφή με όπλα για θρησκευτικούς λόγους, όπως οι Έλληνες ευαγγελικοί (Ιεχωβάδες). Είχαμε λοιπόν επιτύχει σε μεγάλο βαθμό να προωθηθεί μία τέτοια αντίληψη, όταν ο Νίκος Μαζιώτης, νεαρός τότε, εμφανίστηκε ως «ολικός αρνητής στράτευσης», που αρνούνταν δηλαδή και την εναλλακτική κοινωνική στράτευσή του. Ξεκίνησε τότε έναν μακρόχρονο και σκληρό αγώνα με φυλακίσεις, απεργίες πείνας, για να επιβάλει την άποψή του. Βέβαια όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ο Μαζιώτης δεν απέρριπτε τη χρήση όπλων, όπως οι ευαγγελικοί συμπατριώτες μας, αντιθέτως μάλιστα, αλλά αρνούνταν στο ελληνικό κράτος κάθε δικαίωμα παρέμβασης στην ατομική του ζωή: Ο Νίκος Μαζιώτης όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες αντιεξουσιαστές και ακροαριστεροί, στόχευε στη διάλυση του ελληνικού κράτους. Σε αυτό ακριβώς όμως στόχευαν και ο κος Σημίτης, ο κος Οζάλ, ο κος Ερντογάν,η κα Μέρκελ και η επιτροπή των Βρυξελλών!
Και έτσι, το μόνο κομμάτι της νεολαίας στην Ελλάδα που ερχόταν σε σύγκρουση με την εξουσία, δεν το έκανε ζητώντας την υπεράσπιση του τόπου, της πατρίδας και των λαϊκών τάξεων, αλλά με πρόσχημα τις τελευταίες, ζητούσε να διαλυθούν τα τελευταία εχέγγυα που είχαν απέναντι στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που εισέβαλε από παντού! Είναι χαρακτηριστικό πως οι ίδιοι άνθρωποι όταν επρόκειτο για τους Ζαπατίστας στο Μεξικό, για τον Τσάβες στην Βενεζουέλα ή για την Παλαιστίνη, μπορούσαν εύκολα να συμπαρίστανται σ’ αυτά τα «εθνικιστικά» και ταυτοτικά κινήματα αλλά τα απέρριπταν μετά βδελυγμίας όταν επρόκειτο για τους Κυπρίους! Δηλαδή ακολουθούσαν εν τέλει εκείνους που από φόβο για τα κεκτημένα τους είχαν αποδεχτεί τη μεταβολή της Ελλάδας σε χώρα περιορισμένης κυριαρχίας.
Έτσι λοιπόν, και ο Μαζιώτης αλλά και άλλοι όπως ο Λάμπρος Φούντας, που παίζουν την ζωή τους κορώνα γράμματα την ώρα που ένα μεγάλο κομμάτι των νεολαίων διαφεύγει στο εξωτερικό, αντί να διοχετεύσουν το πάθος τους σ’ έναν δημιουργικό δρόμο υπεράσπισης του λαού και της πατρίδος τους, αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση και εναλλακτικών εγχειρημάτων, μπήκαν σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο γεμάτο πόνο και αίμα (το δικό τους και των άλλων προτίστως), πολεμώντας ενάντια σε αντιπάλους (τους «μπάτσους») που δεν είναι παρά τα όργανα εκείνων όπου από πολύ πιο μακριά μεταβάλλουν και τους ίδιους σε ενεργούμενά τους. Διότι η θέληση των αφεντικών του πλανήτη είναι η διάλυση κρατών, κοινωνικών δομών, παραγωγικών δομών και η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του εμπορεύματος. Όταν ο αποκλειστικός σου στόχος είναι ακριβώς αυτή η διάλυση, από «επαναστατική» σκοπιά, τότε θέλοντας και μη λειτουργείς ως φερέφωνό τους, γιατί εν τέλει συμμερίζεσαι μαζί τους τις ίδιες οντολογικές αξίες, την προτεραιότητα του ατόμου έναντι του συνόλου, των ατομικών δικαιωμάτων έναντι των συλλογικών, του φιλελευθερισμού που εκείνος αποκαλεί νεοφιλελευθερισμό και εσύ αποκαλείς, ψευδωνύμως, ελευθεριακότητα.
Έτσι λοιπόν, δεν χαίρομαι καθόλου όταν αντικρίζω το θλιμμένο βλέμμα του Νίκου Μαζιώτη όταν συνελήφθη, αλλά λυπάμαι γιατί τόσο πάθος και τόση θέληση διοχετεύθηκε στο αυλάκι που ήθελαν ακριβώς οι αντίπαλοί του και τον οδηγεί σ’ έναν δρόμο χωρίς διέξοδο, όπου οι ληστείες για τους «στόχους του αγώνα», φθάνουν εν τέλει να γίνονται κυρίαρχοι έναντι αυτού του περιβόητου αγώνα. Μήπως το ίδιο δεν είχε συμβεί με την 17 Νοέμβρη, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία πριν την σύλληψή της;
Και πώς μπορούν να εξηγήσουν ότι τη στιγμή της μεγάλης κρίσης, που άνοιξε το 2010, οι δυνάμεις του αντιεξουσιαστικού χώρου, αλλά και των ένοπλων οργανώσεων, αντί να διευρύνονται συρρικνώνονται, και το ίδιο το λαϊκό σώμα, μετά από εμπειρίες όπως της Μαρφίν και της διάλυσης του κινήματος των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, απομακρύνθηκε τόσο από κοντά τους, ώστε αναγκάζονται να καταφεύγουν για «συμμαχίες» στους ποινικούς; Οι οποίοι «συγκρούονται και αυτοί με την εξουσία, αλλά από σκοπιά καταναλωτική, αποδεχόμενοι της αξίες του και επιδιώκοντας απλώς να πάρουν και αυτοί ένα κομμάτι από την πίττα που ελέγχει ο Μαρινάκης ή ο “ομογάλακτος” Μπέος;
Τι πιο χαρακτηριστικό γι’ αυτό το αδιέξοδο των εν τέλει παγκοσμιοποιητικών αντιλήψεων (έστω και εναλλακτικών !) των Ελλήνων αντιεξουσιαστών, της άκρας αριστεράς και των ενόπλων, από το γεγονός ότι τα αντισυστημικά και αντιπαγκοσμιοποιητικά ρεύματα στηνεολαία, και μάλιστα την πληβειακή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αρχίζουν να κινούνται, όλο και περισσότερο προς την αντίπερα όχθη, εκείνη της ακροδεξιάς;
Δηλαδή το σύστημα είχε (έχει) πετύχει το colpo grosso. Ακόμα και οι πιο άτεγκτοι και ορκισμένοι εχθροί του, ακόμα και όσοι διαθέτουν ένα αυθεντικό αντιεξουσιαστικό πάθος, είναι εγκλωβισμένοι στην ιδεολογία του. Και έτσι μονά-ζυγά δικά του! Όταν μάλιστα η λογική της σύγκρουσης σπρώχνει τους αντιπάλους του, να εγκλωβίζονται στα πλαίσια που αυτή ορίζει, και ωθεί ταυτόχρονα την πλειοψηφία των αγανακτισμένων να προσφεύγουν «συναισθηματικά» στην μνημονιακή εξουσία, την οποία μισούν, δεδομένου ότι οι αντίπαλοί της εμφανίζονται ως ημιποινικοί τρομοκράτες! Το απόλυτο αδιέξοδο.
Εμείς, εγώ και οι σύντροφοί μου, παλιοί και νέοι, προσπαθήσαμε για πολλά χρόνια να πείσουμε τον χώρο της «αμφισβήτησης» για την ανάγκη μιας ιδεολογικής στροφής και κατανόησης του εθνικού ζητήματος ως του κεντρικού ζητήματος της χώρας. Και επιμέναμε (και εν μέρει επιμένουμε), γιατί, δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία δεν υπήρχε κανένας άλλος μαζικός ή σχετικά μαζικός χώρος, που να αντιπαρατίθεται στο σύστημα, ενεργά. Μάλιστα το τίμημα αυτών των προσπαθειών μας ήταν πολύ βαρύ, γιατί το σύστημα, –ιδιαίτερα στο παρελθόν– μας ταύτισε με αυτόν τον χώρο και προσπάθησε να μας περιθωριοποιήσει ως «τρομοκράτες», την ίδια στιγμή που εισπράτταμε από την άλλη πλευρά και το βαθύτατο μίσος των «τρομοκρατών». Όμως το ζήτημα ήταν πραγματικό, και δεν είναι ζήτημα τακτικών πολιτικών επιλογών. Εν πολλοίς, μάλιστα, στραφήκαμε στην προτεραιότητα μιας ιδεολογικής εργασίας, ακριβώς γιατί συναντούσαμε το τείχος μιας κοινωνίας, όπου όσοι συμφωνούσαν με τις αναλύσεις και τις παραδοχές μας, και ήταν πολλοί, δεν ήταν διατεθειμένοι να παλέψουν πρακτικά γι’ αυτές, ενώ δρούσαν κατ’ εξοχήν όσοι ήταν πιασμένοι στην φενάκη μιας αντιπατριωτικής επανάστασης, σε μια χώρα που μόνο πατριωτική μπορούσε να είναι!
Θα μπορέσουν άραγε κάποιοι σαν τον Κουφοντίνα ή τον Μαζιώτη να προβούν σε μια βαθύτατη αυτοκριτική και να αμφισβητήσουν την ίδια την κατεύθυνση προς την οποία διοχέτευσαν το πάθος τους, ως αντιλαϊκή εν τέλει, και να ζητήσουν συγγνώμη και από τον ελληνικό λαό και από τα θύματά τους και από όσους τους ακολούθησαν; Ή θα συνεχίσουν να εμμένουν στον ίδιο αδιέξοδο δρόμο, όπως φαίνεται να επιλέγει και ο Κουφοντίνας στο τελευταίο του βιβλίο;
Δυστυχώς, απ’ ότι φαίνεται, μια ολόκληρη γενιά, που στην διάρκεια της μεταπολίτευσης προσπάθησε να αρνηθεί το σύστημα και τον εμποροκρατικό εκφυλισμό του, να αρνηθεί τον φόβο και να παλέψει ενάντιά του, απεδείχθη ότι κατά βάθος συμμεριζόταν τις ίδιες αξίες με αυτό, κατ’ εξοχήν τη διάλυση του ελληνικού έθνους και την κυριαρχία μιας κοινωνίας ατόμων, που αποτελεί την ιδεολογική και πολιτική βάση του αστικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Και μάλλον δεν δείχνει, τουλάχιστον ακόμα, να καταλαβαίνει τι συνέβη και σε ποιο παιγνίδι λειτούργησε ως χρήσιμος ηλίθιος.
Θα μπορέσουν άραγε να υπάρξουν νέες γενιές που το επαναστατικό τους πάθος και τη βούληση για μια ελεύθερη κοινωνία, θα τη διοχετεύσουν επί τέλους, στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης της χώρας μας και, συνακόλουθα, του λαού της, και όχι στους αδιεξόδους δρόμους που πήραν οι παλιότερες γενιές, εγκλωβισμένες στην ψευδή, παρασιτική λογική της μεταπολίτευσης; Ή μήπως, από αντίδραση, θα εμφανιστεί και μια νέα, φασιστική και ακροδεξιά, τρομοκρατία, αν δεν έχει ήδη εμφανιστεί;
Και όλα αυτά, όταν δυστυχώς, ως χώρα και λαός, δεν έχουμε πολύ καιρό ακόμα.
Και όλα αυτά, όταν δυστυχώς, ως χώρα και λαός, δεν έχουμε πολύ καιρό ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου