Αν ο δήθεν Μηλιώνης και ο δήθεν Κασιδιάρης είναι οι δυο βασικές όψεις της ηθικής και συμπεριφορικής προσαρμογής του φιλόδοξου Έλληνα καθώς αναρριχάται τις κλίμακες της εγκληματικότητας και του αμετανόητου θράσους που έχει διαμορφωθεί ως η αξιακή ραχοκοκαλιά της Ελληνικής ανάπτυξης, δηλαδή της περιόδου θεμελίωσης του πραξικοπηματικού καθεστώτος των Μνημονίων, τότε, θα πρέπει να σκιαγραφηθεί και ο συμπρωταγωνιστής του αήθη αριβίστα, εκείνος ο Έλληνας που προσαρμόζεται επικερδώς κρατώντας για τον εαυτό του την θέση του μάρτυρα, και όχι με την χριστιανική, αλλά με την έννοια του σιωπηλού αυτόπτη, εκείνου του μάρτυρα που μεν βλέπει το έγκλημα, αλλά για τον οποιονδήποτε λόγο, ποτέ δεν το αποτρέπει, πόσο μάλλον δεν το τιμωρεί.
Ο οποιοσδήποτε μάρτυρας εγκλήματος είναι πολύτιμος αποκλειστικά και μόνο στον βαθμό που η μαρτυρία του εκφράζεται πέρα από την αφηγηματική της διάσταση, δηλαδή από την στιγμή που η μαρτυρία στοχεύει και συμμετέχει τυπικά και ουσιαστικά σε μια διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης.
Σε κάθε άλλη περίπτωση ο μάρτυρας δεν είναι τίποτε άλλο από κάποιος φλύαρος παρατηρητής με έφεση στο κουτσομπολιό, κατά περίσταση λιγότερο ή περισσότερο κακόηθες.
Ας βαφτίσουμε αυτόν τον νέο Ελληνικό ανθρωπότυπο ως τον δήθεν Θεοδωράκη, προς τιμή του υπαλλήλου διαπλεκόμενου τηλεοπτικού σταθμού που κατασκεύασε την ιδέα ενός κόμματος στα μέτρα των συμφερόντων που τον εξέθρεψαν και τον υποστηρίζουν.
Ως μάρτυρας προβλημάτων που απαιτούν πολιτική πρωτοβουλία, ο δήθεν Θεοδωράκης είναι εκείνος ο Έλληνας που ταυτόχρονα δεν λέει την παραμικρή λέξη και δεν κάνει την παραμικρή κίνηση για την ταυτοποίηση των ενόχων επί της ουσίας αποκλείοντας την δικαιοσύνη που πρέπει να αποδοθεί πριν υπάρξει οποιαδήποτε συζήτηση περί οποιουδήποτε καθεστώτος διαδεχτεί την παρούσα ανώμαλη κατάσταση.
Ο δήθεν Θεοδωράκης πρώτο καθήκον έχει το να λειτουργεί ως άοπλη πολιτοφυλακή των συμφερόντων που τον εξέθρεψαν. Η κυρίαρχη τακτική του είναι να περιχαρακώνει την ατζέντα του δημόσιου διαλόγου ενώ ταυτόχρονα ελέγχει τον τόνο της συζήτησης και κρίνει την ποιότητα των επιχειρημάτων ανάλογα με τις προπαγανδιστικές παραμέτρους που έχουν παγιοποιηθεί ως κανονικότητα στα τηλεοπτικά κανάλια.
Για τον δήθεν Θεοδωράκη, οτιδήποτε παραβαίνει τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και ιδεολογικού ύφους που θεωρούνται ευπρεπείς και εγκεκριμένοι από το μέσο τηλεοπτικό κανάλι, οποιαδήποτε φωνή δεν στρογγυλεύει τις λέξεις και δεν κρατάει τον κατάλληλο τόνο, δηλαδή τόνο τόσο χαμηλό ώστε να αποκοιμίζει, κρίνεται και καταδικάζεται βάσει νεφελωδών κατηγοριών περί παράβασης κάποιου αυθαίρετου κώδικα περί του συνιστά «καθώς πρέπει» διάλογο.
Αυτή η εμμονική προσκόλληση του δήθεν Θεοδωράκη στο εξευγενισμένο πρωτόκολλο της τηλεοπτικής ευπρέπειας δεν είναι μια καλοπροαίρετη προσπάθεια διδαχής επικοινωνιακής δεοντολογίας, δεν είναι κάποια αθώα απόπειρα επίκλησης για μια ήρεμη ατμόσφαιρα που θα βοηθήσει στον διάλογο. Είναι μια εσκεμμένη τακτική προκειμένου να επιβάλλεται η ίδια η έννοια της διαπραγμάτευσης με κακοποιούς και πραξικοπηματίες που υποδύονται ή χειραγωγούν τους πολιτικούς, ενώ η οργή που προκαλούν αυτοί και τα εγκλήματα τους με την επιβολή όρων διαλόγου τιθασεύεται και καλλωπίζεται διά του συμπεριφορικού πειθαναγκασμού.
Έτσι, ο συγκρουσιακός λόγος, η πολεμική της διαλεκτικής ρητορικής, η παθιασμένη αγόρευση υπέρ αδύναμων και αδικημένων, η επιτακτική απαίτηση για την απόδοση δικαιοσύνης, η στάση εκείνου που δεν θέλει να διαπραγματευτεί σε τίποτε με ένα καθεστώς που δεν σέβεται τις βασικές αρχές του Συντάγματος, είναι «ακραία», «συναισθηματικά τοξική», «γκρίνια», «επαγγελματική μιζέρια».
Ο δήθεν Θεοδωράκης αναγνωρίζει την ύπαρξη προβλημάτων στην σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα, αλλά μόνο μέσα από το πρίσμα και τις δομές της πολιτικής διαλεκτικής που τηρεί τους όρους του καθεστώτος που επιβάλλουν το ύφος αντίλογου που θεωρείται ψύχραιμο, ορθολογικό, πολιτικά πολιτισμένο και αποδεκτό.
Φυσικά, οι όροι αυτοί είναι a priori σχεδιασμένοι ώστε να εξυπηρετούν την συντήρηση και όχι την ανατροπή του καθεστώτος που τους εμπνεύστηκε.
Έτσι, έχοντας θέσει τους κανόνες εμπλοκής στα στενά όρια της υπαγορευμένης διπλωματίας, ο δήθεν Θεοδωράκης μπορεί ανενόχλητος να συζητάει αφηρημένες έννοιες, απαλλαγμένος από τις δεσμεύσεις της πραγματικότητας, να θεωρητικοποιεί το κάθε ζήτημα μέχρι δημιουργηθεί μια πυκνή ομίχλη από κοινοτοπίες, κλισέ και «καλές» προθέσεις, ένα κομψευόμενο ημίφως που συνειδητά συγκαλύπτει πρόσωπα, γεγονότα, πειστήρια και εγκλήματα.
Γνωρίζοντας τις απολαβές της διαμεσολάβησης, όποτε αναφέρεται στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, ο δήθεν Θεοδωράκης επιδίδεται στην πώληση χλιαρών απόψεων περί αυτών, ενίοτε λουστράροντας αυτές τις ευυπόληπτες λόγω ουδετερότητας ιδέες με ένα ελαφρύ βερνίκι σε ειδησεογραφική απόχρωση, προκειμένου να γυαλίζουν ελκυστικά με την επείγουσα γοητεία της επικαιρότητας και να είναι εφικτή η διαχείριση της κοινής γνώμης όταν αυτή είναι συναισθηματικά φορτισμένη με κάποιο γεγονός, δηλαδή όταν είναι πιο ευάλωτη.
Όταν όμως έρχεται η στιγμή της απόδοσης δικαιοσύνης, όταν φτάνει η ώρα να αποδειχτεί ότι δεν αρκεί η άποψη περί προβλημάτων για την εξομάλυνση και την κάθαρση της Ελληνικής πολιτειακής ανωμαλίας, ο δήθεν Θεοδωράκης δεν καταθέτει εναντίον κανενός, τηρεί ίσες αποστάσεις, βλέπει το θέμα σφαιρικά, υπενθυμίζει στους πάντες ότι υπάρχουν και χειρότερα, εξαιρεί τον εαυτό του με όποιον τρόπο μπορεί, και εν τέλει λέει και κάνει οτιδήποτε πρέπει προκειμένου ποτέ να μην κατονομαστούν οι ένοχοι και ποτέ να μην επιβληθεί σε αυτούς ποινή.
Τεχνηέντως ή όχι, δεν έχει σημασία, την κρίσιμη ώρα, ο δήθεν Θεοδωράκης ξεχνάει ότι η ατιμωρησία θρέφει το έγκλημα. Έτσι, επιμένει να διαδίδει την επικίνδυνη πεποίθηση ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνική ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη.
Ο δήθεν Θεοδωράκης μπορεί να παρατηρεί μεν ότι υπάρχει πρόβλημα, μπορεί να δηλώνει πως γνωρίζει ότι κάτι πρέπει να αλλάξει, ξέρει ότι η Ελλάδα υπό το παρών καθεστώς δεν μπορεί να συνεχίσει επ’ άπειρο, ούτε καν ως τραγελαφική αποικία διοικούμενη από μια χειραγωγούμενη κάστα ντόπιων δωσίλογων που μιμούνται χωρίς ίχνος επιτυχίας μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Δεν οργίζεται όμως με όλα αυτά, δεν χάνει την ψυχραιμία του, δεν θεωρεί καν ότι μπορεί να είναι δικαιολογημένη οποιαδήποτε οργισμένη αγανάκτηση. Με νωχέλεια στον λόγο που ταυτίζεται παραπλανητικά με εξευγενισμένο χαρακτήρα και παρερμηνεύεται από αφελείς ως σεβασμός προς τον συνομιλητή, αποφεύγοντας λεκτικές ακρότητες που θα μπορούσαν να τον τοποθετήσουν εύκολα στην άλφα ή στην δείνα συνομοταξία, ο δήθεν Θεοδωράκης σφετερίζεται ύπουλα το προφίλ της διαυγούς νηφαλιότητας, ένας ρόλος που δεν είναι και τόσο δύσκολος εν τέλει σε ένα περιβάλλον όπως η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας, όπου οι πρωταγωνιστές και οι κυριαρχικές συμπεριφορές ερμηνεύονται μόνο μέσω εγκληματολογικών και ψυχιατρικών προσεγγίσεων.
Όμως, αυτή η ράθυμη, ψευδο-αστική χαλαρότητα, η καλλιέπεια του λόγου, η κοσμιοτάτη διαγωγή, δεν είναι τίποτε άλλο από μια επίκτητη μορφή υποκρισίας και κουτοπονηριάς, ένα δούλεμα ψιλό-γαζί που φοράει τα καλά του παριστάνοντας το savoir vivre, τίποτ’ άλλο παρά μια συστάδα κεκαλυμμένων κινήτρων, δεύτερων σκέψεων και υστεροβουλίας που θεωρείται πρέπουσα αστική συμπεριφορά μόνο από έναν αθεράπευτα επαρχιώτη.
Στην επέκταση της αυτή η αποπροσανατολιστική προσκόλληση στην πολιτισμένη συμπεριφορά εν τω μέσω σφαγής είναι μια μορφή ταξικής συνείδησης με καταβολές στον φθόνο που αισθάνεται η μεσαία τάξη για μια εξιδανικευμένη Ευρώπη στην οποία εσφαλμένα πλην πεισματικά πιστεύει ότι ανήκει πολιτισμικά, ενώ δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, αφού είναι υπήκοος μιας διεφθαρμένης θεοκρατίας υπό ολοκληρωτικό καθεστώς, μια πραγματικότητα που απέχει από τις ούτως ή άλλως αποστειρωμένες αγιογραφίες μέσα από τις οποίες μας συστήνεται η πεφωτισμένη Ευρώπη.
Μην έχοντας επί της ουσίας καμία αστική κουλτούρα, αφού η Ελλάδα δεν έχει αστική τάξη, παρά μόνο χωριάτες που συνωστίζονται σε γιγαντιαίας έκτασης χωριά, ο δήθεν Θεοδωράκης συγχέει τα κουτούκια του ιστορικού κέντρου με τα μπαρ του Μαραί καθώς νανουρίζει τις ψευδαισθήσεις του και παραγγέλνει τα κρασιά που κάπου διάβασε ότι προτιμούν οι κατά φαντασίαν ομόλογοι του σε εκλεπτυσμένες Ευρωπαϊκές γειτονιές, από τις οποίες ο ίδιος κάποτε πέρασε και ποτέ δεν ακούμπησε.
Ο δήθεν Θεοδωράκης αδυνατεί, αρνείται, δεν θέλει με τίποτε να αποδεχτεί ότι δεν ζει στην Ευρώπη αλλά είναι υπόδουλος αυτής και η οποιαδήποτε σχέση μπορεί να έχει με την Ευρώπη είναι εκείνη η νοσηρή διεργασία ταύτισης από την οποία πάσχει μια δούλα που φθονεί την κυρά της, ταυτόχρονα καλλιεργώντας ενοχές επειδή δεν μπορεί να φτάσει ποτέ την φινέτσα της και την αρχοντιά της, παρά μόνο μπορεί να την πιθηκίζει αξιοθρήνητα.
Και δεν θέλει να το αποδεχτεί ο δήθεν Θεοδωράκης ότι δεν είναι Ευρωπαίος επειδή κατόπιν θα πρέπει να συνομολογήσει όλα εκείνα που ορίζουν την σύγχρονη Ελλάδα ως πτωχευμένη πλην συμφέρουσα αποικία της Ευρώπης και όχι ισότιμο μέλος αυτής. Και δεν μπορεί να τα συνομολογήσει αυτά, επειδή είναι άπειρα, και ιδιαίτερα ενοχλητικά, ενώ η Ευρωπαϊκή μωροφιλοδοξία είναι δανεική πλην πολύ βολική.
Οι αυθαίρετες πολιτισμικές ταυτίσεις της Ελλάδας με την Ευρώπη από τον δήθεν Θεοδωράκη γίνονται για τον ίδιο λόγο που το έκνομο καθεστώς στην Ελλάδα δανείζεται χρήματα από την Ευρώπη εν ονόματι του λαού, και ο λόγος αυτός είναι η αυτοπροστασία.
Όπως ακριβώς η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία που κυβερνά πραξικοπηματικά την Ελλάδα έχει καταχραστεί δισεκατομμύρια που δανείζεται από την Ευρώπη εν ονόματι του λαού που εξαθλιώνει προκειμένου να συντηρήσει το αστυνομοκρατούμενο καθεστώς που εγγυάται την ασφάλεια της, έτσι και ο δήθεν Θεοδωράκης δανείζεται το πολιτισμικό κεφάλαιο της Ευρώπης προκειμένου να τυλίγεται με έναν προστατευτικό μανδύα απυρόβλητης πνευματικής ανωτερότητας και να κρύβεται πίσω από μια δανεική ασπίδα που προστατεύει την μεσοαστική του ταξική ταυτότητα και την θέση του ως διαμεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ τυράννων και υποτελών.
Ο δήθεν Θεοδωράκης είναι η εξευγενισμένη, ενήλικη και κυρίως εκλέξιμη εκδοχή της απολίτικης τσογλαναρίας που πιστεύει ότι οι μουχλιασμένες πολυκατοικίες των Ελληνικών τερατουπόλεων, και δη οι μπετονένιες φαβέλες της πρωτεύουσας μπορούν, με την κατάλληλη μουσική επένδυση και διακόσμηση, να μοιάσουν με κάποια μοντέρνα γειτονιά του Βερολίνου, ή έστω και όπως-όπως, να μοιάσουν με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που είναι, ένα κουφάρι μιας μεγαλούπολης εν τω μέσω κατοχικής εξαθλίωσης.
Ο δήθεν Θεοδωράκης είναι η ενήλικη εκδοχή εκείνου του θλιβερού τσούρμου που επιμένει να αισθητικοποιεί την αστική διάλυση και την προϊούσα σήψη της τσιμεντούπολης επιδεικτικά αγνοώντας το κόστος αυτής της εξαθλίωσης. Έτσι, η διακόσμηση της φρίκης ταυτίζεται αυθαίρετα με την δράση εναντίον αυτής.
Ο αστικός ρεαλισμός δεν έχει κοινωνικές, ταξικές και πολιτικές προεκτάσεις και σημασίες για τον δήθεν Θεοδωράκη, είναι μόνο ένα φόντο για διασκέδαση και σούρσιμο μεταξύ συνάξεων αυτόκλητης και αυτοσχέδιας σημασίας. Τα πάντα είναι πλάνα για βίντεο, δηλώσεις για εκπομπές, ατάκες για συνεντεύξεις, χαριτωμενιές για μπλογκ, μισόλογα, παρεούλα, χαβαλέ.
Ο δήθεν Θεοδωράκης δεν θίγει κανέναν επειδή αποφεύγει εσκεμμένα τις συγκρούσεις, και όταν αυτές προκύπτουν τυχαία τότε φροντίζει να υπενθυμίζει ότι η σύγκρουση αυτή καθ’ εαυτή είναι ύποπτη, μιλώντας για «εμφυλιακό κλίμα», «διχαστικές λογικές», και «στείρα αρνητικότητα». Ο πραγματικός λόγος που απεχθάνεται την σύγκρουση είναι επειδή η σύγκρουση δεν συνάδει με την συναίνεση που είναι ο στόχος του δήθεν Θεοδωράκη, συναίνεση με ό,τι εκπροσωπεί και ότι υπηρετεί.
Ο δήθεν Θεοδωράκης δεν εκπροσωπεί την μπότα του παρόντος Ναζιστικού καθεστώτος και της συμβιωτικής με αυτό αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης της Ελλάδας.
Εκπροσωπεί εκείνον που πιστεύει ότι υπάρχει περιθώριο διαπραγματεύσεων με μια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα τόσο ακραία εκτροχιασμένη από κάθε έννοια νομιμότητας και ανθρωπιάς όπως αυτό το καθεστώς.
Ο οποιοσδήποτε μάρτυρας εγκλήματος είναι πολύτιμος αποκλειστικά και μόνο στον βαθμό που η μαρτυρία του εκφράζεται πέρα από την αφηγηματική της διάσταση, δηλαδή από την στιγμή που η μαρτυρία στοχεύει και συμμετέχει τυπικά και ουσιαστικά σε μια διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης.
Σε κάθε άλλη περίπτωση ο μάρτυρας δεν είναι τίποτε άλλο από κάποιος φλύαρος παρατηρητής με έφεση στο κουτσομπολιό, κατά περίσταση λιγότερο ή περισσότερο κακόηθες.
Ας βαφτίσουμε αυτόν τον νέο Ελληνικό ανθρωπότυπο ως τον δήθεν Θεοδωράκη, προς τιμή του υπαλλήλου διαπλεκόμενου τηλεοπτικού σταθμού που κατασκεύασε την ιδέα ενός κόμματος στα μέτρα των συμφερόντων που τον εξέθρεψαν και τον υποστηρίζουν.
Ως μάρτυρας προβλημάτων που απαιτούν πολιτική πρωτοβουλία, ο δήθεν Θεοδωράκης είναι εκείνος ο Έλληνας που ταυτόχρονα δεν λέει την παραμικρή λέξη και δεν κάνει την παραμικρή κίνηση για την ταυτοποίηση των ενόχων επί της ουσίας αποκλείοντας την δικαιοσύνη που πρέπει να αποδοθεί πριν υπάρξει οποιαδήποτε συζήτηση περί οποιουδήποτε καθεστώτος διαδεχτεί την παρούσα ανώμαλη κατάσταση.
Ο δήθεν Θεοδωράκης πρώτο καθήκον έχει το να λειτουργεί ως άοπλη πολιτοφυλακή των συμφερόντων που τον εξέθρεψαν. Η κυρίαρχη τακτική του είναι να περιχαρακώνει την ατζέντα του δημόσιου διαλόγου ενώ ταυτόχρονα ελέγχει τον τόνο της συζήτησης και κρίνει την ποιότητα των επιχειρημάτων ανάλογα με τις προπαγανδιστικές παραμέτρους που έχουν παγιοποιηθεί ως κανονικότητα στα τηλεοπτικά κανάλια.
Για τον δήθεν Θεοδωράκη, οτιδήποτε παραβαίνει τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και ιδεολογικού ύφους που θεωρούνται ευπρεπείς και εγκεκριμένοι από το μέσο τηλεοπτικό κανάλι, οποιαδήποτε φωνή δεν στρογγυλεύει τις λέξεις και δεν κρατάει τον κατάλληλο τόνο, δηλαδή τόνο τόσο χαμηλό ώστε να αποκοιμίζει, κρίνεται και καταδικάζεται βάσει νεφελωδών κατηγοριών περί παράβασης κάποιου αυθαίρετου κώδικα περί του συνιστά «καθώς πρέπει» διάλογο.
Αυτή η εμμονική προσκόλληση του δήθεν Θεοδωράκη στο εξευγενισμένο πρωτόκολλο της τηλεοπτικής ευπρέπειας δεν είναι μια καλοπροαίρετη προσπάθεια διδαχής επικοινωνιακής δεοντολογίας, δεν είναι κάποια αθώα απόπειρα επίκλησης για μια ήρεμη ατμόσφαιρα που θα βοηθήσει στον διάλογο. Είναι μια εσκεμμένη τακτική προκειμένου να επιβάλλεται η ίδια η έννοια της διαπραγμάτευσης με κακοποιούς και πραξικοπηματίες που υποδύονται ή χειραγωγούν τους πολιτικούς, ενώ η οργή που προκαλούν αυτοί και τα εγκλήματα τους με την επιβολή όρων διαλόγου τιθασεύεται και καλλωπίζεται διά του συμπεριφορικού πειθαναγκασμού.
Έτσι, ο συγκρουσιακός λόγος, η πολεμική της διαλεκτικής ρητορικής, η παθιασμένη αγόρευση υπέρ αδύναμων και αδικημένων, η επιτακτική απαίτηση για την απόδοση δικαιοσύνης, η στάση εκείνου που δεν θέλει να διαπραγματευτεί σε τίποτε με ένα καθεστώς που δεν σέβεται τις βασικές αρχές του Συντάγματος, είναι «ακραία», «συναισθηματικά τοξική», «γκρίνια», «επαγγελματική μιζέρια».
Ο δήθεν Θεοδωράκης αναγνωρίζει την ύπαρξη προβλημάτων στην σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα, αλλά μόνο μέσα από το πρίσμα και τις δομές της πολιτικής διαλεκτικής που τηρεί τους όρους του καθεστώτος που επιβάλλουν το ύφος αντίλογου που θεωρείται ψύχραιμο, ορθολογικό, πολιτικά πολιτισμένο και αποδεκτό.
Φυσικά, οι όροι αυτοί είναι a priori σχεδιασμένοι ώστε να εξυπηρετούν την συντήρηση και όχι την ανατροπή του καθεστώτος που τους εμπνεύστηκε.
Έτσι, έχοντας θέσει τους κανόνες εμπλοκής στα στενά όρια της υπαγορευμένης διπλωματίας, ο δήθεν Θεοδωράκης μπορεί ανενόχλητος να συζητάει αφηρημένες έννοιες, απαλλαγμένος από τις δεσμεύσεις της πραγματικότητας, να θεωρητικοποιεί το κάθε ζήτημα μέχρι δημιουργηθεί μια πυκνή ομίχλη από κοινοτοπίες, κλισέ και «καλές» προθέσεις, ένα κομψευόμενο ημίφως που συνειδητά συγκαλύπτει πρόσωπα, γεγονότα, πειστήρια και εγκλήματα.
Γνωρίζοντας τις απολαβές της διαμεσολάβησης, όποτε αναφέρεται στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, ο δήθεν Θεοδωράκης επιδίδεται στην πώληση χλιαρών απόψεων περί αυτών, ενίοτε λουστράροντας αυτές τις ευυπόληπτες λόγω ουδετερότητας ιδέες με ένα ελαφρύ βερνίκι σε ειδησεογραφική απόχρωση, προκειμένου να γυαλίζουν ελκυστικά με την επείγουσα γοητεία της επικαιρότητας και να είναι εφικτή η διαχείριση της κοινής γνώμης όταν αυτή είναι συναισθηματικά φορτισμένη με κάποιο γεγονός, δηλαδή όταν είναι πιο ευάλωτη.
Όταν όμως έρχεται η στιγμή της απόδοσης δικαιοσύνης, όταν φτάνει η ώρα να αποδειχτεί ότι δεν αρκεί η άποψη περί προβλημάτων για την εξομάλυνση και την κάθαρση της Ελληνικής πολιτειακής ανωμαλίας, ο δήθεν Θεοδωράκης δεν καταθέτει εναντίον κανενός, τηρεί ίσες αποστάσεις, βλέπει το θέμα σφαιρικά, υπενθυμίζει στους πάντες ότι υπάρχουν και χειρότερα, εξαιρεί τον εαυτό του με όποιον τρόπο μπορεί, και εν τέλει λέει και κάνει οτιδήποτε πρέπει προκειμένου ποτέ να μην κατονομαστούν οι ένοχοι και ποτέ να μην επιβληθεί σε αυτούς ποινή.
Τεχνηέντως ή όχι, δεν έχει σημασία, την κρίσιμη ώρα, ο δήθεν Θεοδωράκης ξεχνάει ότι η ατιμωρησία θρέφει το έγκλημα. Έτσι, επιμένει να διαδίδει την επικίνδυνη πεποίθηση ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνική ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη.
Ο δήθεν Θεοδωράκης μπορεί να παρατηρεί μεν ότι υπάρχει πρόβλημα, μπορεί να δηλώνει πως γνωρίζει ότι κάτι πρέπει να αλλάξει, ξέρει ότι η Ελλάδα υπό το παρών καθεστώς δεν μπορεί να συνεχίσει επ’ άπειρο, ούτε καν ως τραγελαφική αποικία διοικούμενη από μια χειραγωγούμενη κάστα ντόπιων δωσίλογων που μιμούνται χωρίς ίχνος επιτυχίας μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Δεν οργίζεται όμως με όλα αυτά, δεν χάνει την ψυχραιμία του, δεν θεωρεί καν ότι μπορεί να είναι δικαιολογημένη οποιαδήποτε οργισμένη αγανάκτηση. Με νωχέλεια στον λόγο που ταυτίζεται παραπλανητικά με εξευγενισμένο χαρακτήρα και παρερμηνεύεται από αφελείς ως σεβασμός προς τον συνομιλητή, αποφεύγοντας λεκτικές ακρότητες που θα μπορούσαν να τον τοποθετήσουν εύκολα στην άλφα ή στην δείνα συνομοταξία, ο δήθεν Θεοδωράκης σφετερίζεται ύπουλα το προφίλ της διαυγούς νηφαλιότητας, ένας ρόλος που δεν είναι και τόσο δύσκολος εν τέλει σε ένα περιβάλλον όπως η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας, όπου οι πρωταγωνιστές και οι κυριαρχικές συμπεριφορές ερμηνεύονται μόνο μέσω εγκληματολογικών και ψυχιατρικών προσεγγίσεων.
Όμως, αυτή η ράθυμη, ψευδο-αστική χαλαρότητα, η καλλιέπεια του λόγου, η κοσμιοτάτη διαγωγή, δεν είναι τίποτε άλλο από μια επίκτητη μορφή υποκρισίας και κουτοπονηριάς, ένα δούλεμα ψιλό-γαζί που φοράει τα καλά του παριστάνοντας το savoir vivre, τίποτ’ άλλο παρά μια συστάδα κεκαλυμμένων κινήτρων, δεύτερων σκέψεων και υστεροβουλίας που θεωρείται πρέπουσα αστική συμπεριφορά μόνο από έναν αθεράπευτα επαρχιώτη.
Στην επέκταση της αυτή η αποπροσανατολιστική προσκόλληση στην πολιτισμένη συμπεριφορά εν τω μέσω σφαγής είναι μια μορφή ταξικής συνείδησης με καταβολές στον φθόνο που αισθάνεται η μεσαία τάξη για μια εξιδανικευμένη Ευρώπη στην οποία εσφαλμένα πλην πεισματικά πιστεύει ότι ανήκει πολιτισμικά, ενώ δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, αφού είναι υπήκοος μιας διεφθαρμένης θεοκρατίας υπό ολοκληρωτικό καθεστώς, μια πραγματικότητα που απέχει από τις ούτως ή άλλως αποστειρωμένες αγιογραφίες μέσα από τις οποίες μας συστήνεται η πεφωτισμένη Ευρώπη.
Μην έχοντας επί της ουσίας καμία αστική κουλτούρα, αφού η Ελλάδα δεν έχει αστική τάξη, παρά μόνο χωριάτες που συνωστίζονται σε γιγαντιαίας έκτασης χωριά, ο δήθεν Θεοδωράκης συγχέει τα κουτούκια του ιστορικού κέντρου με τα μπαρ του Μαραί καθώς νανουρίζει τις ψευδαισθήσεις του και παραγγέλνει τα κρασιά που κάπου διάβασε ότι προτιμούν οι κατά φαντασίαν ομόλογοι του σε εκλεπτυσμένες Ευρωπαϊκές γειτονιές, από τις οποίες ο ίδιος κάποτε πέρασε και ποτέ δεν ακούμπησε.
Ο δήθεν Θεοδωράκης αδυνατεί, αρνείται, δεν θέλει με τίποτε να αποδεχτεί ότι δεν ζει στην Ευρώπη αλλά είναι υπόδουλος αυτής και η οποιαδήποτε σχέση μπορεί να έχει με την Ευρώπη είναι εκείνη η νοσηρή διεργασία ταύτισης από την οποία πάσχει μια δούλα που φθονεί την κυρά της, ταυτόχρονα καλλιεργώντας ενοχές επειδή δεν μπορεί να φτάσει ποτέ την φινέτσα της και την αρχοντιά της, παρά μόνο μπορεί να την πιθηκίζει αξιοθρήνητα.
Και δεν θέλει να το αποδεχτεί ο δήθεν Θεοδωράκης ότι δεν είναι Ευρωπαίος επειδή κατόπιν θα πρέπει να συνομολογήσει όλα εκείνα που ορίζουν την σύγχρονη Ελλάδα ως πτωχευμένη πλην συμφέρουσα αποικία της Ευρώπης και όχι ισότιμο μέλος αυτής. Και δεν μπορεί να τα συνομολογήσει αυτά, επειδή είναι άπειρα, και ιδιαίτερα ενοχλητικά, ενώ η Ευρωπαϊκή μωροφιλοδοξία είναι δανεική πλην πολύ βολική.
Οι αυθαίρετες πολιτισμικές ταυτίσεις της Ελλάδας με την Ευρώπη από τον δήθεν Θεοδωράκη γίνονται για τον ίδιο λόγο που το έκνομο καθεστώς στην Ελλάδα δανείζεται χρήματα από την Ευρώπη εν ονόματι του λαού, και ο λόγος αυτός είναι η αυτοπροστασία.
Όπως ακριβώς η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία που κυβερνά πραξικοπηματικά την Ελλάδα έχει καταχραστεί δισεκατομμύρια που δανείζεται από την Ευρώπη εν ονόματι του λαού που εξαθλιώνει προκειμένου να συντηρήσει το αστυνομοκρατούμενο καθεστώς που εγγυάται την ασφάλεια της, έτσι και ο δήθεν Θεοδωράκης δανείζεται το πολιτισμικό κεφάλαιο της Ευρώπης προκειμένου να τυλίγεται με έναν προστατευτικό μανδύα απυρόβλητης πνευματικής ανωτερότητας και να κρύβεται πίσω από μια δανεική ασπίδα που προστατεύει την μεσοαστική του ταξική ταυτότητα και την θέση του ως διαμεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ τυράννων και υποτελών.
Ο δήθεν Θεοδωράκης είναι η εξευγενισμένη, ενήλικη και κυρίως εκλέξιμη εκδοχή της απολίτικης τσογλαναρίας που πιστεύει ότι οι μουχλιασμένες πολυκατοικίες των Ελληνικών τερατουπόλεων, και δη οι μπετονένιες φαβέλες της πρωτεύουσας μπορούν, με την κατάλληλη μουσική επένδυση και διακόσμηση, να μοιάσουν με κάποια μοντέρνα γειτονιά του Βερολίνου, ή έστω και όπως-όπως, να μοιάσουν με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που είναι, ένα κουφάρι μιας μεγαλούπολης εν τω μέσω κατοχικής εξαθλίωσης.
Ο δήθεν Θεοδωράκης είναι η ενήλικη εκδοχή εκείνου του θλιβερού τσούρμου που επιμένει να αισθητικοποιεί την αστική διάλυση και την προϊούσα σήψη της τσιμεντούπολης επιδεικτικά αγνοώντας το κόστος αυτής της εξαθλίωσης. Έτσι, η διακόσμηση της φρίκης ταυτίζεται αυθαίρετα με την δράση εναντίον αυτής.
Ο αστικός ρεαλισμός δεν έχει κοινωνικές, ταξικές και πολιτικές προεκτάσεις και σημασίες για τον δήθεν Θεοδωράκη, είναι μόνο ένα φόντο για διασκέδαση και σούρσιμο μεταξύ συνάξεων αυτόκλητης και αυτοσχέδιας σημασίας. Τα πάντα είναι πλάνα για βίντεο, δηλώσεις για εκπομπές, ατάκες για συνεντεύξεις, χαριτωμενιές για μπλογκ, μισόλογα, παρεούλα, χαβαλέ.
Ο δήθεν Θεοδωράκης δεν θίγει κανέναν επειδή αποφεύγει εσκεμμένα τις συγκρούσεις, και όταν αυτές προκύπτουν τυχαία τότε φροντίζει να υπενθυμίζει ότι η σύγκρουση αυτή καθ’ εαυτή είναι ύποπτη, μιλώντας για «εμφυλιακό κλίμα», «διχαστικές λογικές», και «στείρα αρνητικότητα». Ο πραγματικός λόγος που απεχθάνεται την σύγκρουση είναι επειδή η σύγκρουση δεν συνάδει με την συναίνεση που είναι ο στόχος του δήθεν Θεοδωράκη, συναίνεση με ό,τι εκπροσωπεί και ότι υπηρετεί.
Ο δήθεν Θεοδωράκης δεν εκπροσωπεί την μπότα του παρόντος Ναζιστικού καθεστώτος και της συμβιωτικής με αυτό αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης της Ελλάδας.
Εκπροσωπεί εκείνον που πιστεύει ότι υπάρχει περιθώριο διαπραγματεύσεων με μια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα τόσο ακραία εκτροχιασμένη από κάθε έννοια νομιμότητας και ανθρωπιάς όπως αυτό το καθεστώς.
Δηλαδή, κερδίζει χρόνο για την παράταση του.
(Συνεχίζεται)
ΠΗΓΗ:
Του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου για το κουτί της Πανδώρας
ΕΔΩ ΤΟ 1ο ΜΕΡΟΣ:
Σύγχρονοι Ελληνικοί ανθρωπότυποι. (Μέρος Α’) του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου
Πηγή: Σύγχρονοι Ελληνικοί ανθρωπότυποι, Μέρος Β’: Ο δήθεν Θεοδωράκης. Γράφει ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου - RAMNOUSIA ΠΗΓΗ:
Του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου για το κουτί της Πανδώρας
ΕΔΩ ΤΟ 1ο ΜΕΡΟΣ:
Σύγχρονοι Ελληνικοί ανθρωπότυποι. (Μέρος Α’) του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου