ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Καλοί μου θεατές, μη με φθονήσετε,
που ᾽μαι φτωχός και πρόκειται, Αθηναίοι μου,
να σας μιλώ μέσα στην κωμωδία για την πόλη.
Κι η κωμωδία ξέρει να μιλάει για το δίκιο.500
Και θα σας πω πράγματα φοβερά μα δίκαια.
Τώρα ο Κλέωνας δεν πρόκειται να με συκοφαντεί
πως ξένοι πρέσβεις ήτανε στην πόλη και σας τα ᾽ψελνα.1
Είμαστε μόνοι και γιορτάζουμε τα Λήναια,2
και ξένοι δεν υπάρχουνε· ούτε κι οι πόλεις φέρνουνε τους φόρους,505
ούτε συμμαχικές αποστολές μας ήρθαν·
είμαστε μόνοι, καθαρό σιτάρι,
γιατί οι μέτοικοι των πολιτών είναι το άχυρο.
Κι εγώ μισώ τους Σπαρτιάτες σαν τρελλός
κι ο Ποσειδώνας, ο θεός που ᾽ναι στο Ταίναρο,510
σεισμό να κάνει και τα σπίτια τους να ρίξει·3
και μένα είν᾽ τ᾽ αμπέλια μου κομμένα.
Αλλά γιατί, αδέρφια μου, που ακούτε εδώ το λόγο μου,
γιατί τους Σπαρτιάτες καταριέστε;
Κάτι αντράκια -όχι ολόκληρη η πόλη,515
να το θυμάστε, δεν θα πω ολόκληρη η πόλη-
κάτι αντράκια μοχθηρά, στραβοχυμένα,
άσημα και παράσημα και παραλέκατα,
συκοφαντούσαν κι έλεγαν: «Μεγαρικά εμπορεύματα λαθραία».
Κι αν κάπου βλέπανε κανένα αγγουράκι ή κανένα λαγουδάκι,520
γουρούνι ή καμιά σκελίδα σκόρδο ή χοντρό αλάτι,
«από τα Μέγαρα, απ᾽ τα Μέγαρα» φωνάζανε
κι αμέσως τα κατάσχανε.
Μ᾽ αυτά ήταν μικρά και ασφαλώς εγχώρια.
Όμως κάτι τεκνά καψούρικα, αλάνια μεθυσμένα,
επήγανε στα Μέγαρα και κλέψαν μια πουτάνα.525
Κι οι Μεγαρίτες απ᾽ τη λύσσα τους επήγαν στην Αθήνα,
και κλέψαν απ᾽ της Ασπασίας το πουταναριό δύο φακλάνες.
Έτσι ξεκίνησεν ο πόλεμος, που ᾽φαγε την Ελλάδα,
για τρεις σκατοπουτάνες.4
Ο Περικλής σαν το ᾽μαθε πολύ του κακοφάνη,530
άστραψε και μπουμπούνισε κι έκαψε την Ελλάδα.
Μας γέμισε ψηφίσματα στριφνά σα να ᾽τανε αινίγματα:5
«Οι Μεγαρείς στην αγορά να μη κοντοζυγώνουν
κι η θάλασσα και η στεριά να μη τους εσηκώνει».
Οι Μεγαρίτες, σαν τους θέρισεν η πείνα,535
στους Σπαρτιάτες τρέξανε ν᾽ ακυρωθεί το ψήφισμα,
που κάναμε για τρεις παλιοκουφάλες.
Εμείς όμως δε θέλαμε κι αυτοί παρακαλούσαν.
Έτσι αρχίνησαν ασπίδες να βροντάνε.
Μα θα μας πεις: «Δεν έπρεπε». Μα τι έπρεπε, για πες μου;540
Αν κάποιος Σπαρτιάτης έκανε ρεσάλτο
με μία σκάφη κι έπιανε κανά γκαβό κουτάβι
από τη Σέριφο,6 θα κάνατε τον άγνωστο στρατιώτη;
Αμ᾽ δε. Στη θάλασσα θα ρίχνατε κάπου τρακόσια σκάφη·
η πόλη μας θα γέμιζε φαντάρους και βαβούρα,545
θα ψάχνατε για τριήραρχους και για λεφτά
και για μπρουντζίνα στις γοργόνες. Οι αποθήκες θα βογγούσανε,
αλεύρια θα ζυγίζανε. Σκοινιά, φλασκιά, μπουγέλα·
θ᾽ αγόραζαν σκόρδα, ελιές, κρεμμύδια σε πλεξάνες.550
Στεφάνια, μάτια μαυρισμένα κι αυλητρίδες·
και πανδαιμόνιο στο ναύσταθμο: κουπιά να πελεκάνε,
να φτειάχνουνε σκαρμούς, να πατρωνάρουνε σκοινιά,
αυλούς να τσαμπουνάνε, παραγγέλματα,
σουραύλια και σφυρίγματα.
Το ξέρω, αυτά θα κάνατε. Κι ο Τήλεφος7555
τι θα ᾽κανε; Δεν έχετε τσερβέλο;
που ᾽μαι φτωχός και πρόκειται, Αθηναίοι μου,
να σας μιλώ μέσα στην κωμωδία για την πόλη.
Κι η κωμωδία ξέρει να μιλάει για το δίκιο.500
Και θα σας πω πράγματα φοβερά μα δίκαια.
Τώρα ο Κλέωνας δεν πρόκειται να με συκοφαντεί
πως ξένοι πρέσβεις ήτανε στην πόλη και σας τα ᾽ψελνα.1
Είμαστε μόνοι και γιορτάζουμε τα Λήναια,2
και ξένοι δεν υπάρχουνε· ούτε κι οι πόλεις φέρνουνε τους φόρους,505
ούτε συμμαχικές αποστολές μας ήρθαν·
είμαστε μόνοι, καθαρό σιτάρι,
γιατί οι μέτοικοι των πολιτών είναι το άχυρο.
Κι εγώ μισώ τους Σπαρτιάτες σαν τρελλός
κι ο Ποσειδώνας, ο θεός που ᾽ναι στο Ταίναρο,510
σεισμό να κάνει και τα σπίτια τους να ρίξει·3
και μένα είν᾽ τ᾽ αμπέλια μου κομμένα.
Αλλά γιατί, αδέρφια μου, που ακούτε εδώ το λόγο μου,
γιατί τους Σπαρτιάτες καταριέστε;
Κάτι αντράκια -όχι ολόκληρη η πόλη,515
να το θυμάστε, δεν θα πω ολόκληρη η πόλη-
κάτι αντράκια μοχθηρά, στραβοχυμένα,
άσημα και παράσημα και παραλέκατα,
συκοφαντούσαν κι έλεγαν: «Μεγαρικά εμπορεύματα λαθραία».
Κι αν κάπου βλέπανε κανένα αγγουράκι ή κανένα λαγουδάκι,520
γουρούνι ή καμιά σκελίδα σκόρδο ή χοντρό αλάτι,
«από τα Μέγαρα, απ᾽ τα Μέγαρα» φωνάζανε
κι αμέσως τα κατάσχανε.
Μ᾽ αυτά ήταν μικρά και ασφαλώς εγχώρια.
Όμως κάτι τεκνά καψούρικα, αλάνια μεθυσμένα,
επήγανε στα Μέγαρα και κλέψαν μια πουτάνα.525
Κι οι Μεγαρίτες απ᾽ τη λύσσα τους επήγαν στην Αθήνα,
και κλέψαν απ᾽ της Ασπασίας το πουταναριό δύο φακλάνες.
Έτσι ξεκίνησεν ο πόλεμος, που ᾽φαγε την Ελλάδα,
για τρεις σκατοπουτάνες.4
Ο Περικλής σαν το ᾽μαθε πολύ του κακοφάνη,530
άστραψε και μπουμπούνισε κι έκαψε την Ελλάδα.
Μας γέμισε ψηφίσματα στριφνά σα να ᾽τανε αινίγματα:5
«Οι Μεγαρείς στην αγορά να μη κοντοζυγώνουν
κι η θάλασσα και η στεριά να μη τους εσηκώνει».
Οι Μεγαρίτες, σαν τους θέρισεν η πείνα,535
στους Σπαρτιάτες τρέξανε ν᾽ ακυρωθεί το ψήφισμα,
που κάναμε για τρεις παλιοκουφάλες.
Εμείς όμως δε θέλαμε κι αυτοί παρακαλούσαν.
Έτσι αρχίνησαν ασπίδες να βροντάνε.
Μα θα μας πεις: «Δεν έπρεπε». Μα τι έπρεπε, για πες μου;540
Αν κάποιος Σπαρτιάτης έκανε ρεσάλτο
με μία σκάφη κι έπιανε κανά γκαβό κουτάβι
από τη Σέριφο,6 θα κάνατε τον άγνωστο στρατιώτη;
Αμ᾽ δε. Στη θάλασσα θα ρίχνατε κάπου τρακόσια σκάφη·
η πόλη μας θα γέμιζε φαντάρους και βαβούρα,545
θα ψάχνατε για τριήραρχους και για λεφτά
και για μπρουντζίνα στις γοργόνες. Οι αποθήκες θα βογγούσανε,
αλεύρια θα ζυγίζανε. Σκοινιά, φλασκιά, μπουγέλα·
θ᾽ αγόραζαν σκόρδα, ελιές, κρεμμύδια σε πλεξάνες.550
Στεφάνια, μάτια μαυρισμένα κι αυλητρίδες·
και πανδαιμόνιο στο ναύσταθμο: κουπιά να πελεκάνε,
να φτειάχνουνε σκαρμούς, να πατρωνάρουνε σκοινιά,
αυλούς να τσαμπουνάνε, παραγγέλματα,
σουραύλια και σφυρίγματα.
Το ξέρω, αυτά θα κάνατε. Κι ο Τήλεφος7555
τι θα ᾽κανε; Δεν έχετε τσερβέλο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου