Από το Ββλίο "Ανάλεκτα Μικρών Αγίων της Κοινωνίας της Φθίσης" του Πνευμονολόγου-Φυματιολόγου
Αλέξανδρου Ρεμούνδου.
TΟ «ΧΤΙΚΙΟ» ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
137 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΒΑΚΙΛΟΥ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ… Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Η ΗΤΤΑ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ… ΕΝΑΣ ΑΓΩΝΑΣ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ
Το βράδυ της 24ης Μαρτίου 1882 σε ένα συνέδριο της Φυσιολογικής Εταιρείας του Βερολίνου ένα άρθρο με τίτλο «DIE AETIOLOGIE DER TUBERCOLOSE» (Η αιτιολογία της φυματίωσης) ανήγγειλε στο κόσμο την ανακάλυψη του βακίλλου της φυματίωσης. Ο συγγραφέας αυτού του άρθρου, που δούλεψε επίπονα επί 16 χρόνια βάζοντας τα θεμέλια των βακτηριολογικών τεχνικών και της έρευνας, ήταν ο Ροβέρτος Κωχ.
Μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονταν στο ακροατήριο του Κωχ το βράδυ εκείνο ήταν και ο πρώην δάσκαλός του στο Πανεπιστήμιο του Γκαίτιγκεν, Ρούντολφ Βιρχώφ, ο μεγάλος Παθολόγος που άκουγε μαγεμένος τον πρώην μαθητή του, ώστε αργότερα έγραψε: «…στην αξιομνημόνευτη αυτή συνεδρίαση, ο Κωχ ανάγγειλε στο κοινό μια καμπή στον τομέα της πιο καταστρεπτικής ανθρώπινης λοιμώδους νόσου, πρέπει να πω πως το βράδυ αυτό έμεινε στη μνήμη μου σαν η μεγαλύτερη επιστημονική εμπειρία της ζωής μου».
Από τις αρχές του 19ου αιώνα η φυματίωση θεωρούνταν νόσος ενδημική. Οι άγριοι μη πολιτισμένοι λαοί προσβάλλονταν και πέθαιναν από φυματίωση όταν έρχονταν σε επαφή με τον πολιτισμό. Οι ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής, οι μαύροι σκλάβοι της Κεντρικής Αφρικής αλλά και οι μετανάστες της Βόρειας Αμερικής πέθαιναν πολύ συχνά από φυματίωση.
Στις αρχές του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε αύξηση της φυματίωσης ανάλογη με την πυκνότητα του πληθυσμού στις πόλεις της Ευρώπης, αύξηση που συσχετίσθηκε με την αστυφιλία, τη βιομηχανοποίηση των πόλεων, τις κακές συνθήκες εργασίας και την ανάπτυξη των μέσων συγκοινωνίας. Η υπερβολική και ανθυγιεινή εργασία ευνοούσε την ανάπτυξη της φυματίωσης έτσι ώστε αναγνωρίσθηκε σαν ασθένεια κοινωνική στην οποία μόνο τα κοινωνικά αντίδοτα ήταν αποτελεσματικά. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα όλα σχεδόν τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος αποδίδονταν στη φυματίωση.
Την Ελλάδα, στις αρχές του 20ου αιώνα μάστιζε η φυματίωση, αφού πέθαιναν 35.000 έως 40.000 ασθενείς μεταξύ 15 έως 35 ετών κάθε χρόνο. Στα πρώτα 30 χρόνια του 20ου αιώνα η Ελλάδα έχασε περίπου 1.000.000 από τον πληθυσμό της και υλικές ζημιές 7.500.000 χρυσών λιρών το χρόνο. Η θνησιμότητα από φυματίωση στην Αθήνα το 1905 ήταν 500 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους και 200 θάνατοι σε κάθε πόλη των 20.000 κατοίκων.
Η ανακάλυψη του Κωχ, το 1882, ότι η φθίση ή το χτικιό για τον απλό κόσμο είναι ασθένεια μεταδοτική και οφείλεται σε βάκιλο, σηματοδότησε μια νέα στάση απέναντι στη νόσο, καθορίζοντας τα θεραπευτικά μέσα αντιμετώπισής της που ίσχυαν μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Υιοθετήθηκε η άποψη του Κωχ και η φυματίωση αναγορεύτηκε σε κοινωνική μάστιγα. Έπαψε να θεωρείται κληρονομική αλλά ασθένεια μεταδοτική που μπορεί να αποφευχθεί
Ο «δεκάλογος κατά της φθίσεως» που εκδόθηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο κατά της φυματίωσης το 1901, προέτρεπε τους φυματικούς να μην παντρεύονται, να κοιμούνται σε χωριστό δωμάτιο, καλά σκεπασμένοι με ανοιχτά παράθυρα, να έχουν ιδιαίτερα ποτήρια, σερβίτσια φαγητού, κλινοσκεπάσματα.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός συμβούλευε τους ασθενείς με φυματίωση να είναι εύθυμοι, να έχουν θάρρος, να μην φιλούν ποτέ κανένα, να μην πίνουν οινοπνευματώδη και μεταξύ των άλλων: «Οι φρόνιμοι δύσκολα γίνονται φθισικοί και δύσκολα αποθνήσκουν από φθίσιν. Η θεραπεία της φθίσεως είναι ζήτημα υπομονής και θελήσεως».
Παρ’ όλες αυτές τις διαπιστώσεις, η Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα περνούσε περίοδο χωρίς καμία οργανωμένη αντιφυματική προστασία. Ο τύπος της εποχής επέρριπτε ευθύνες στην πολιτεία για την οργάνωση αντιφυματικού αγώνα και προέτρεπε την ιδιωτική πρωτοβουλία να αναλάβει προφυλακτικά μέτρα κατά της φυματίωσης. Ήδη άρχισαν να έρχονται μηνύματα από τα αποτελέσματα του οργανωμένου αντιφυματικού αγώνα στη Νορβηγία, Δανία και Ελβετία, που γινόταν απομόνωση των πασχόντων και δωρεάν νοσηλεία των απόρων. Σε 100 ασθενείς αναλογούσαν 130 κρεβάτια, ενώ στην Ελλάδα σε 100 ασθενείς μόνο 20. Η ίδρυση σανατορίων στην Δανία μείωσε τους θανάτους από φυματίωση κατά 93%.
Το τρίπτυχο: ανίχνευση, προφύλαξη, απομόνωση, επεκράτησε προκειμένου να αναχαιτισθεί η εξάπλωση της νόσου και να προφυλαχθεί το κοινωνικό σύνολο. Η απομόνωση του φυματικού και ο εγκλεισμός του στο φθισιατρείο, είχε κυρίως διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα, σε μια υγιεινοδιαιτητική συμπεριφορά με σκοπό τον περιορισμό της νόσου. Υγιεινή δίαιτα, αεροθεραπεία, απολύμανση, ανάπαυση και ηθική ζωή, αποτέλεσαν τα θεραπευτικά μέσα για την αντιμετώπιση της φθίσης στην προ των αντιβιοτικών εποχή.
Το 1901 ιδρύθηκε και λειτούργησε έως το 1926, ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος κατά της Φυματιώσεως», τη διοίκηση του οποίου αποτελούσαν 50 μέλη, γιατροί, αρχιτέκτονες, δικηγόροι, χημικοί, με σκοπό τη καταπολέμηση της φυματίωσης με τη δημιουργία σανατορίων για τη νοσηλεία και τη θεραπεία των φυματικών. Ιδρυτές του οι Μ. Χατζημιχάλης, Β. Πατρίκιος, Ν. Μακκάς, Ν. Πασπάτης, Α. Δαμβέργης, Μ. Γερουλάνος, Κ. Σάββας και άλλοι, αιωνία τους η μνήμη.
Δωρεές, κληροδοτήματα και έρανοι οδήγησαν στη συγκρότηση Ομίλου κυρίων, με πρωτοβουλία της Σοφίας Σλήμαν, ιδρυτών του φθισιατρείου «Σωτηρία», που άρχισε να λειτουργεί το 1905, επεκτάθηκε μέχρι το 1919 και συντηρήθηκε αποκλειστικά από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το 1907, ο Πανελλήνιος σύνδεσμος κατά της φυματίωσης, ίδρυσε στην Αθήνα το πρώτο αντιφυματικό ιατρείο που λειτούργησε με εθελοντική προσφορά εργασίας γιατρών. Το 1909 στα Χάνια του Πηλίου ιδρύεται το πρώτο ορεινό σανατόριο στην Ελλάδα, από το γιατρό Γ. Καραμάνη.
Το 1909 οργανώθηκε στην Ελλάδα το πρώτο Πανελλήνιο ιατρικό συνέδριο κατά της φυματίωσης, στο οποίο τονίσθηκε η ανάγκη ίδρυσης σανατορίων και για πρώτη φορά χορηγήθηκε από το κράτος πίστωση 5000 δραχμών στη «Σωτηρία» και 4000 στο Πανελλήνιο σύνδεσμο, για τις ανάγκες του αντιφυματικού αγώνα.
Το 1912 οργανώθηκε στο Βόλο το δεύτερο Πανελλήνιο συνέδριο κατά της φυματίωσης, που πρωτοστάτησε ο Β. Πατρίκιος, με τη συμμετοχή γιατρών, εκπροσώπων του Κράτους, κοινωνιολόγων, πολιτικών αλλά και φιλανθρώπων, που συνέβαλαν ουσιαστικά στην αντιφυματική εκστρατεία. Τα συμπεράσματα ήταν να ψηφισθούν άμεσα νόμοι περί δημόσιας υγείας, να επιβληθεί η διδασκαλία της υγιεινής σε όλα τα σχολεία, η υπαίθρια διδασκαλία, μερικά μοναστήρια να μετατραπούν σε φθισιατρεία και να γίνεται έλεγχος των μεταναστών που επέστρεφαν πριν εγκατασταθούν στην Ελλάδα.
Νοικοκυρές, εργάτες, υπηρέτες, δάσκαλοι, ξυλουργοί, υποδηματοποιοί έπασχαν συχνότερα από φυματίωση. Οι περισσότεροι ήταν άποροι που δεν κατόρθωναν να νοσηλευτούν σε κάποιο ίδρυμα. Οι ασθενείς με φυματίωση δεν είχαν θέση στην κοινωνία εκείνης της εποχής, ήταν ισόβια χαρακτηρισμένοι που απομακρύνονταν ακόμη και από τα σπίτια τους απομονωμένοι σε καλύβες στην ύπαιθρο, έξω από τις πόλεις. Η νοσοφοβία και η μικροβιοφοβία είχαν φθάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε οι άνθρωποι απομακρύνονταν από τον πάσχοντα, οι γιατροί επισκέπτονταν το φυματικό τη νύχτα για να μην γίνει γνωστό ότι σε μια οικογένεια υπήρχε κάποιος πάσχων.
Στο τέλος της 2ης δεκαετίας του 20ου αιώνα διαφαίνεται η πρόθεση του κράτους για ενεργό συμμετοχή κατά της φυματίωσης. Ιδρύεται το Υπουργείο Περίθαλψης και τον Ιανουάριο του 1920 ψηφίζεται ο νόμος 1979 «Περί ιδρύσεως αντιφυματικών ιατρείων, νοσοκομείων, αναρρωτηρίων και ορεινών θεραπευτηρίων», που προβλέπει πλήρη κρατική μέριμνα του αντιφυματικού αγώνα. Το 1922 σε μικρό χρονικό διάστημα ιδρύονται περισσότερα από 100 λαϊκά ιατρεία και φαρμακεία καθώς και 32 προσφυγικά νοσοκομεία, ενώ από το 1930 το κράτος αναλαμβάνει με δικά του έξοδα την κατασκευή σανατορίων σε όλη την Ελλάδα.
Το 1926 ιδρύθηκε η «Ελληνική Αντιφθισική Εταιρεία» που έδρασε μέχρι το 1940, με ιδρυτές τους Μ. Παμπούκη, Κ. Παπαχρήστο, Δ. Συμβουλίδη, Ε. Σκορδομβέκη, Γ. Βακαλούλη και άλλους γιατρούς μέλη της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας, προσφέροντας εθελοντική εργασία, αιωνία τους η μνήμη.
Κατά τη περίοδο του μεσοπολέμου οι κυρίαρχες απόψεις για τη πρόληψη, διαγνωστική και θεραπευτική της φυματίωσης ήταν:
Στη βαθμιαία μεταβολή της ζοφερής εικόνας των αρχών του 20ου αιώνα, όσον αφορά στη φυματίωση στον τόπο μας, σημαντική ήταν η συμβολή της σταδιακής εφαρμογής των αντιφυματικών φαρμάκων από το τέλος της 4ης δεκαετίας. Τα αντιφυματικά φάρμακα που άλλαξαν ριζικά την πρόγνωση της νόσου και βράχυναν εντυπωσιακά το χρόνο νοσηλείας των ασθενών, η εισαγωγή νέων διαγνωστικών μεθόδων καθώς και η βελτίωση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, συνέβαλαν στη σταδιακή άμβλυνση του προβλήματος στη χώρα μας.
Σήμερα στις αρχές του 21ου αιώνα έχουμε 350.000 περίπου νέα θύματα στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αντιφυματικής Εταιρείας. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής όπως η αύξηση του καπνίσματος, ο αλκοολισμός, η χρήση ναρκωτικών ουσιών, ο συγχρωτισμός σε κλειστούς χώρους εργασίας, η μετακίνηση πληθυσμών «πολιτών τρίτων χωρών» σαν οικονομικοί μετανάστες ή πολιτικοί πρόσφυγες , οι πόλεμοι σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, οι άστεγοι, το AIDS, ο μη υποχρεωτικός εμβολιασμός σε Ευρωπαϊκές χώρες, η καταστροφή του περιβάλλοντος που επιδρά αρνητικά στο ανοσολογικό μας σύστημα και το πρόβλημα της πολυανθεκτικότητας στα υπάρχοντα αντιφυματικά φάρμακα, είναι οι αιτίες ενός ζητήματος που παραμένει μέχρι σήμερα, όχι πλέον σαν μάστιγα αλλά…ο αντιφυματικός αγώνας δεν τελείωσε...
Η φυματίωση είναι πάντα εδώ. Τριγυρίζει με τους ξεριζωμένους του καιρού μας, τους εξαθλιωμένους, θεριεύει μέσα στα κορμιά των αδυνάτων, μας συντροφεύει πιστά. Τα σανατόρια καταργήθηκαν, τα ερείπια μπορούμε να τα παραδώσουμε στη λησμονιά, αλλά δεν μπορούμε να κρυφτούμε απ’ αυτόν που μες στη νύχτα χτυπάει την πόρτα μας.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα η φυματίωση θεωρούνταν νόσος ενδημική. Οι άγριοι μη πολιτισμένοι λαοί προσβάλλονταν και πέθαιναν από φυματίωση όταν έρχονταν σε επαφή με τον πολιτισμό. Οι ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής, οι μαύροι σκλάβοι της Κεντρικής Αφρικής αλλά και οι μετανάστες της Βόρειας Αμερικής πέθαιναν πολύ συχνά από φυματίωση.
Στις αρχές του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε αύξηση της φυματίωσης ανάλογη με την πυκνότητα του πληθυσμού στις πόλεις της Ευρώπης, αύξηση που συσχετίσθηκε με την αστυφιλία, τη βιομηχανοποίηση των πόλεων, τις κακές συνθήκες εργασίας και την ανάπτυξη των μέσων συγκοινωνίας. Η υπερβολική και ανθυγιεινή εργασία ευνοούσε την ανάπτυξη της φυματίωσης έτσι ώστε αναγνωρίσθηκε σαν ασθένεια κοινωνική στην οποία μόνο τα κοινωνικά αντίδοτα ήταν αποτελεσματικά. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα όλα σχεδόν τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος αποδίδονταν στη φυματίωση.
Την Ελλάδα, στις αρχές του 20ου αιώνα μάστιζε η φυματίωση, αφού πέθαιναν 35.000 έως 40.000 ασθενείς μεταξύ 15 έως 35 ετών κάθε χρόνο. Στα πρώτα 30 χρόνια του 20ου αιώνα η Ελλάδα έχασε περίπου 1.000.000 από τον πληθυσμό της και υλικές ζημιές 7.500.000 χρυσών λιρών το χρόνο. Η θνησιμότητα από φυματίωση στην Αθήνα το 1905 ήταν 500 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους και 200 θάνατοι σε κάθε πόλη των 20.000 κατοίκων.
Η ανακάλυψη του Κωχ, το 1882, ότι η φθίση ή το χτικιό για τον απλό κόσμο είναι ασθένεια μεταδοτική και οφείλεται σε βάκιλο, σηματοδότησε μια νέα στάση απέναντι στη νόσο, καθορίζοντας τα θεραπευτικά μέσα αντιμετώπισής της που ίσχυαν μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Υιοθετήθηκε η άποψη του Κωχ και η φυματίωση αναγορεύτηκε σε κοινωνική μάστιγα. Έπαψε να θεωρείται κληρονομική αλλά ασθένεια μεταδοτική που μπορεί να αποφευχθεί
Ο «δεκάλογος κατά της φθίσεως» που εκδόθηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο κατά της φυματίωσης το 1901, προέτρεπε τους φυματικούς να μην παντρεύονται, να κοιμούνται σε χωριστό δωμάτιο, καλά σκεπασμένοι με ανοιχτά παράθυρα, να έχουν ιδιαίτερα ποτήρια, σερβίτσια φαγητού, κλινοσκεπάσματα.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός συμβούλευε τους ασθενείς με φυματίωση να είναι εύθυμοι, να έχουν θάρρος, να μην φιλούν ποτέ κανένα, να μην πίνουν οινοπνευματώδη και μεταξύ των άλλων: «Οι φρόνιμοι δύσκολα γίνονται φθισικοί και δύσκολα αποθνήσκουν από φθίσιν. Η θεραπεία της φθίσεως είναι ζήτημα υπομονής και θελήσεως».
Παρ’ όλες αυτές τις διαπιστώσεις, η Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα περνούσε περίοδο χωρίς καμία οργανωμένη αντιφυματική προστασία. Ο τύπος της εποχής επέρριπτε ευθύνες στην πολιτεία για την οργάνωση αντιφυματικού αγώνα και προέτρεπε την ιδιωτική πρωτοβουλία να αναλάβει προφυλακτικά μέτρα κατά της φυματίωσης. Ήδη άρχισαν να έρχονται μηνύματα από τα αποτελέσματα του οργανωμένου αντιφυματικού αγώνα στη Νορβηγία, Δανία και Ελβετία, που γινόταν απομόνωση των πασχόντων και δωρεάν νοσηλεία των απόρων. Σε 100 ασθενείς αναλογούσαν 130 κρεβάτια, ενώ στην Ελλάδα σε 100 ασθενείς μόνο 20. Η ίδρυση σανατορίων στην Δανία μείωσε τους θανάτους από φυματίωση κατά 93%.
Το τρίπτυχο: ανίχνευση, προφύλαξη, απομόνωση, επεκράτησε προκειμένου να αναχαιτισθεί η εξάπλωση της νόσου και να προφυλαχθεί το κοινωνικό σύνολο. Η απομόνωση του φυματικού και ο εγκλεισμός του στο φθισιατρείο, είχε κυρίως διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα, σε μια υγιεινοδιαιτητική συμπεριφορά με σκοπό τον περιορισμό της νόσου. Υγιεινή δίαιτα, αεροθεραπεία, απολύμανση, ανάπαυση και ηθική ζωή, αποτέλεσαν τα θεραπευτικά μέσα για την αντιμετώπιση της φθίσης στην προ των αντιβιοτικών εποχή.
Το 1901 ιδρύθηκε και λειτούργησε έως το 1926, ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος κατά της Φυματιώσεως», τη διοίκηση του οποίου αποτελούσαν 50 μέλη, γιατροί, αρχιτέκτονες, δικηγόροι, χημικοί, με σκοπό τη καταπολέμηση της φυματίωσης με τη δημιουργία σανατορίων για τη νοσηλεία και τη θεραπεία των φυματικών. Ιδρυτές του οι Μ. Χατζημιχάλης, Β. Πατρίκιος, Ν. Μακκάς, Ν. Πασπάτης, Α. Δαμβέργης, Μ. Γερουλάνος, Κ. Σάββας και άλλοι, αιωνία τους η μνήμη.
Δωρεές, κληροδοτήματα και έρανοι οδήγησαν στη συγκρότηση Ομίλου κυρίων, με πρωτοβουλία της Σοφίας Σλήμαν, ιδρυτών του φθισιατρείου «Σωτηρία», που άρχισε να λειτουργεί το 1905, επεκτάθηκε μέχρι το 1919 και συντηρήθηκε αποκλειστικά από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το 1907, ο Πανελλήνιος σύνδεσμος κατά της φυματίωσης, ίδρυσε στην Αθήνα το πρώτο αντιφυματικό ιατρείο που λειτούργησε με εθελοντική προσφορά εργασίας γιατρών. Το 1909 στα Χάνια του Πηλίου ιδρύεται το πρώτο ορεινό σανατόριο στην Ελλάδα, από το γιατρό Γ. Καραμάνη.
Το 1909 οργανώθηκε στην Ελλάδα το πρώτο Πανελλήνιο ιατρικό συνέδριο κατά της φυματίωσης, στο οποίο τονίσθηκε η ανάγκη ίδρυσης σανατορίων και για πρώτη φορά χορηγήθηκε από το κράτος πίστωση 5000 δραχμών στη «Σωτηρία» και 4000 στο Πανελλήνιο σύνδεσμο, για τις ανάγκες του αντιφυματικού αγώνα.
Το 1912 οργανώθηκε στο Βόλο το δεύτερο Πανελλήνιο συνέδριο κατά της φυματίωσης, που πρωτοστάτησε ο Β. Πατρίκιος, με τη συμμετοχή γιατρών, εκπροσώπων του Κράτους, κοινωνιολόγων, πολιτικών αλλά και φιλανθρώπων, που συνέβαλαν ουσιαστικά στην αντιφυματική εκστρατεία. Τα συμπεράσματα ήταν να ψηφισθούν άμεσα νόμοι περί δημόσιας υγείας, να επιβληθεί η διδασκαλία της υγιεινής σε όλα τα σχολεία, η υπαίθρια διδασκαλία, μερικά μοναστήρια να μετατραπούν σε φθισιατρεία και να γίνεται έλεγχος των μεταναστών που επέστρεφαν πριν εγκατασταθούν στην Ελλάδα.
Νοικοκυρές, εργάτες, υπηρέτες, δάσκαλοι, ξυλουργοί, υποδηματοποιοί έπασχαν συχνότερα από φυματίωση. Οι περισσότεροι ήταν άποροι που δεν κατόρθωναν να νοσηλευτούν σε κάποιο ίδρυμα. Οι ασθενείς με φυματίωση δεν είχαν θέση στην κοινωνία εκείνης της εποχής, ήταν ισόβια χαρακτηρισμένοι που απομακρύνονταν ακόμη και από τα σπίτια τους απομονωμένοι σε καλύβες στην ύπαιθρο, έξω από τις πόλεις. Η νοσοφοβία και η μικροβιοφοβία είχαν φθάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε οι άνθρωποι απομακρύνονταν από τον πάσχοντα, οι γιατροί επισκέπτονταν το φυματικό τη νύχτα για να μην γίνει γνωστό ότι σε μια οικογένεια υπήρχε κάποιος πάσχων.
Στο τέλος της 2ης δεκαετίας του 20ου αιώνα διαφαίνεται η πρόθεση του κράτους για ενεργό συμμετοχή κατά της φυματίωσης. Ιδρύεται το Υπουργείο Περίθαλψης και τον Ιανουάριο του 1920 ψηφίζεται ο νόμος 1979 «Περί ιδρύσεως αντιφυματικών ιατρείων, νοσοκομείων, αναρρωτηρίων και ορεινών θεραπευτηρίων», που προβλέπει πλήρη κρατική μέριμνα του αντιφυματικού αγώνα. Το 1922 σε μικρό χρονικό διάστημα ιδρύονται περισσότερα από 100 λαϊκά ιατρεία και φαρμακεία καθώς και 32 προσφυγικά νοσοκομεία, ενώ από το 1930 το κράτος αναλαμβάνει με δικά του έξοδα την κατασκευή σανατορίων σε όλη την Ελλάδα.
Το 1926 ιδρύθηκε η «Ελληνική Αντιφθισική Εταιρεία» που έδρασε μέχρι το 1940, με ιδρυτές τους Μ. Παμπούκη, Κ. Παπαχρήστο, Δ. Συμβουλίδη, Ε. Σκορδομβέκη, Γ. Βακαλούλη και άλλους γιατρούς μέλη της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας, προσφέροντας εθελοντική εργασία, αιωνία τους η μνήμη.
Κατά τη περίοδο του μεσοπολέμου οι κυρίαρχες απόψεις για τη πρόληψη, διαγνωστική και θεραπευτική της φυματίωσης ήταν:
Στη βαθμιαία μεταβολή της ζοφερής εικόνας των αρχών του 20ου αιώνα, όσον αφορά στη φυματίωση στον τόπο μας, σημαντική ήταν η συμβολή της σταδιακής εφαρμογής των αντιφυματικών φαρμάκων από το τέλος της 4ης δεκαετίας. Τα αντιφυματικά φάρμακα που άλλαξαν ριζικά την πρόγνωση της νόσου και βράχυναν εντυπωσιακά το χρόνο νοσηλείας των ασθενών, η εισαγωγή νέων διαγνωστικών μεθόδων καθώς και η βελτίωση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, συνέβαλαν στη σταδιακή άμβλυνση του προβλήματος στη χώρα μας.
Σήμερα στις αρχές του 21ου αιώνα έχουμε 350.000 περίπου νέα θύματα στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αντιφυματικής Εταιρείας. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής όπως η αύξηση του καπνίσματος, ο αλκοολισμός, η χρήση ναρκωτικών ουσιών, ο συγχρωτισμός σε κλειστούς χώρους εργασίας, η μετακίνηση πληθυσμών «πολιτών τρίτων χωρών» σαν οικονομικοί μετανάστες ή πολιτικοί πρόσφυγες , οι πόλεμοι σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, οι άστεγοι, το AIDS, ο μη υποχρεωτικός εμβολιασμός σε Ευρωπαϊκές χώρες, η καταστροφή του περιβάλλοντος που επιδρά αρνητικά στο ανοσολογικό μας σύστημα και το πρόβλημα της πολυανθεκτικότητας στα υπάρχοντα αντιφυματικά φάρμακα, είναι οι αιτίες ενός ζητήματος που παραμένει μέχρι σήμερα, όχι πλέον σαν μάστιγα αλλά…ο αντιφυματικός αγώνας δεν τελείωσε...
Η φυματίωση είναι πάντα εδώ. Τριγυρίζει με τους ξεριζωμένους του καιρού μας, τους εξαθλιωμένους, θεριεύει μέσα στα κορμιά των αδυνάτων, μας συντροφεύει πιστά. Τα σανατόρια καταργήθηκαν, τα ερείπια μπορούμε να τα παραδώσουμε στη λησμονιά, αλλά δεν μπορούμε να κρυφτούμε απ’ αυτόν που μες στη νύχτα χτυπάει την πόρτα μας.
Η φυματίωση είναι πάντα εδώ. Τριγυρίζει με τους ξεριζωμένους του καιρού μας, τους εξαθλιωμένους, θεριεύει μέσα στα κορμιά των αδυνάτων, μας συντροφεύει πιστά. Τα σανατόρια καταργήθηκαν, τα ερείπια μπορούμε να τα παραδώσουμε στη λησμονιά, αλλά δεν μπορούμε να κρυφτούμε απ’ αυτόν που μες στη νύχτα χτυπάει την πόρτα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην Ελλάδα, στις αρχές του 20ου αιώνα μάστιζε η φυματίωση, αφού πέθαιναν 35.000 έως 40.000 ασθενείς μεταξύ 15 έως 35 ετών κάθε χρόνο. Στα πρώτα 30 χρόνια του 20ου αιώνα η Ελλάδα έχασε περίπου 1.000.000 από τον πληθυσμό της και υλικές ζημιές 7.500.000 χρυσών λιρών το χρόνο. Η θνησιμότητα από φυματίωση στην Αθήνα το 1905 ήταν 500 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους και 200 θάνατοι σε κάθε πόλη των 20.000 κατοίκων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι ασθενείς με φυματίωση δεν είχαν θέση στην κοινωνία εκείνης της εποχής, ήταν ισόβια χαρακτηρισμένοι που απομακρύνονταν ακόμη και από τα σπίτια τους απομονωμένοι σε καλύβες στην ύπαιθρο, έξω από τις πόλεις. Η νοσοφοβία και η μικροβιοφοβία είχαν φθάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε οι άνθρωποι απομακρύνονταν από τον πάσχοντα, οι γιατροί επισκέπτονταν το φυματικό τη νύχτα για να μην γίνει γνωστό ότι σε μια οικογένεια υπήρχε κάποιος πάσχων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο 1926 ιδρύθηκε η «Ελληνική Αντιφθισική Εταιρεία» που έδρασε μέχρι το 1940, με ιδρυτές τους Μ. Παμπούκη, Κ. Παπαχρήστο, Δ. Συμβουλίδη, Ε. Σκορδομβέκη, Γ. Βακαλούλη και άλλους γιατρούς μέλη της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας, προσφέροντας εθελοντική εργασία, αιωνία τους η μνήμη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά τη περίοδο του μεσοπολέμου οι κυρίαρχες απόψεις για τη πρόληψη, διαγνωστική και θεραπευτική της φυματίωσης ήταν: